ἀποτείνω

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτείνω Medium diacritics: ἀποτείνω Low diacritics: αποτείνω Capitals: ΑΠΟΤΕΙΝΩ
Transliteration A: apoteínō Transliteration B: apoteinō Transliteration C: apoteino Beta Code: a)potei/nw

English (LSJ)

3pl. pf. Pass.

   A ἀποτέτανται Luc.Zeux.4:—stretch out, extend, μέρος τι αὑτοῦ Arist.GA723b22; ἀ. ἐκεῖ τὴν διάνοιαν Id.Mem. 452b10; τὼ πόδε Luc.Merc.Cond.13:—Pass., δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα X.An.1.8.10; ἡ ὄψις ἀπὸ μικροῦ ἐνόπτρου πόρρω ἀποτεινομένη Arist.Mete.377b33, etc.    2 extend, prolong, of the line of an army, X.HG5.2.40 (Pass.); μακροτέρους ἀ. μισθούς extend rewards much further, Pl.R.363d; esp. of speeches, λόγον Id.Grg.466a; ἀ. μακροὺς λόγους to make long speeches, Id.Prt.335c, al.; συχνὸν λόγον Id.Grg.465e; μακρὰν ῥῆσιν ἀ. Id.R.605d; of brazen vessels, μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀ. [τὴν ἠχήν] Id.Prt.329a; φωνὴ σάλπιγγος ὀξὺν ἀ. φθόγγον Plu.Sull.7; ἱστορίας μέσρι μέσων νυκτῶν ἀ. Id.2.60a: —Pass., προοίμια ἀποτεταμένα ὡς ἐν διηγήσεως τρόπῳ D.H.Rh.10.13; ἀποτεινομένου τοῦ ποτοῦ Luc.Merc.Cond.18.    3 strain, tighten:— Pass., παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς severely drawn, Luc.Rh.Pr.9:—Med., exert oneself, ὑπέρ τινος about a thing, Id.Am.17; ἀποτείνεσθαι πρός τινα inveigh against... D.L.5.17, Gal. 18(1).255.    4 refer, allude, πρός τινα Luc.Nigr.13:—Med., Simp. in Ph.242.23:—Pass., impers., ἀποτείνεται ἐπί .. the reference is to... Sch.Il.Oxy.221 xi 25.    II intr., extend, ἀπὸ... εἰς .., Arist.HA 503b16, 514a34; μέχρι . . Id.Mete.343b22; ἀ. πόρρω to go too far, Pl. Grg.458b: c. part., continue doing, ἀ. μαχόμενοι Plu.2.60a.

German (Pape)

[Seite 329] (s. τείνω), 1) ausspannen, ausdehnen, μακρὸν λόγον, eine ununterbrochene, lange Rede halten, Plat. Prot. 336 c Rep. X, 605 c; οἱ δὲ ἔτι τούτων μακροτέρους ἀποτείνουσι μισθοὺς παρὰ θεῶν, sie dehnen sie weiter aus, ib. II, 363 d; δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα Xen. An. 1, 8, 10; φθόγγον Plut. Sull. 7; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν Luc. Prom. 6; vgl. Plat. Rep. X, 605 d; absolut, πόῤῥω ἀποτενοῦμεν, wir werden zu weit gehen, Plat. Gorg. 458 c; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει, hält an im Tönen, Prot. 329 a; μαχὀμενοι, fortfahren zu kämpfen, Plut. de ad. et amic. discr. 25. – 2) παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς Luc. Rhet. praec. 9, scharf abgegränzt, mit bestimmten (angespannten) Umrissen; – πρός τινα, auf Einen sticheln, Luc. Nigr. 13, wie τινά D. S. 5, 17. – Med., sich anstrengen, bes. angestrengt disputiren, ὑπέρ τινος D. S. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτείνω: μελλ.· -τενῶ: πρκμ. -τέτακα: γ΄ πληθ. παθ. πρκμ.

French (Bailly abrégé)

1 tendre hors de, étendre, allonger : δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων ἀποτεταμένα XÉN faux tendues des essieux en dehors;
2 prolonger : φθόγγον PLUT le son.
Étymologie: ἀπό, τείνω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 extender de obj. físicos εἰς τὸ ἄρρεν μέρος τι αὑτοῦ Arist.GA 723b22, τὼ πόδε Luc.Merc.Cond.13, τὰ δρέπανα ... εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
desplegar ἀράχνια Arist.HA 542a14
en v. med. extenderse ἡ δ' ἄλλη φάλαγξ ... ἀπετέτατο πρὸς τὸ δεξιόν X.HG 5.2.40
fig. ἐκεῖ τὴν διάνοιαν Arist.Mem.452b10.
2 extender, prolongar en gener. de palabras, sonidos, etc. λόγον Pl.Grg.466a, μακροὺς λόγους Pl.Prt.335c, συχνὸν λόγον Pl.Grg.465e, μακρὰν ῥῆσιν Pl.R.605d, cf. Phld.Rh.2.27, τὰ χαλκία ... μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει Pl.Prt.329a, φωνὴ σάλπιγγος ὀξὺν ἀποτείνουσα ... φθόγγον Plu.Sull.7, en v. pas. τὰ (προοίμια) ἀποτεταμένα ἔστιν ὡς ἐν διηγήσεως τρόπῳ D.H.Rh.10.13, παραδείγματα ... ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ejemplos desarrollados con exactitud Luc.Rh.Pr.9
aumentar, hacer crecer μακροτέρους ἀποτείνουσιν μισθοὺς παρὰ θεῶν Pl.R.363d.
II intr.
1 extenderse, prolongarse c. adv. o prep. μακρὰν ἀποτείνοντες prolongándose durante mucho tiempo (de unos síntomas), Hp.Epid.4.7, c. ἀπό Arist.HA 503b16, c. ἀπό y εἰς Arist.HA 514a34, c. ἀπό y ἐπί Hp.Anat.1, c. εἰς D.P.Au.2.18, c. μέχρι Arist.Mete.343b22, c. πόρρω Pl.Grg.458b, c. μέχρι πόρρω Hld.5.1.3
c. inf. οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναι no vayáis demasiado lejos LXX Ex.8.24, c. part. ἀ. μαχόμενοι continuar luchando Plu.2.60a, σπουδάζων Philostr.VS 518
tb. en v. med. ἀποτεινομένου τοῦ πότου Luc.Merc.Cond.18, ἡ ὄψις ... πόρρω ἀποτεινομένη Arist.Mete.377b33.
2 empeñarse, obstinarse ὑπὲρ ... δόξης Luc.Am.17
extenderse hablando contra πρὸς Σαβῖνον Gal.18(1).255, πρὸς τὸ κατὰ Ματθαῖον ... εὐαγγέλιον Eus.HE 6.17.1, πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Clem.Al.Paed.1.9.84, πρὸς τούτους Clem.Al.Strom.3.4.39, cf. en v. med. ἀποτείνεται· φιλονικεῖ Hsch.
3 aludir πρὸς αὐτόν Luc.Nigr.13, en v. med. abs., D.L.5.17, πρὸς Πλάτωνα Simp.in Ph.242.23, ἐπὶ τὰ κοινῶς εἰρεμένα Sch.Er.Il.21.229-32 (p.99.25), πρὸς τὸν ἐχθρόν Nil.M.79.424C, πρὸς τὴν φωνήν A.D.Synt.23.11, cf. 25.22.

Greek Monolingual

(AM ἀποτείνω)
(-ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον
νεοελλ.
φρ. «αποτείνω τον λόγο» — μιλώ σε κάποιον
αρχ.-μσν.
(-ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι
αρχ.
Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω
2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ
3. τεντώνω
II. (-ομαι)
1. καταβάλλω προσπάθεια για κάτι, προσπαθώ
2. εκτείνομαι
3. συνεχίζω να κάνω κάτι
4. φρ. «ἀποτείνω πόρρω» — πηγαίνω μακριά.