δεῦτε
English (LSJ)
Adv., as pl. of δεῦρο,
A come hither! in Hom. with pl. imper. (exc. δεῦτ' ἄγε Φαιήκων ἡγήτορες Od.8.11), either expressed, δεῦτ' ἄγετ' Il.7.350, al.; or understood, δεῦτε, φίλοι 13.481; δεῦθ', ἵνα . . ἴδησθε Od.8.30: rarely in Lyr., Sapph.60,65, and Trag., δεῦτε, λείπετε στέγος E.Med.894: in later Prose, δ. οἰκοδομήσωμεν LXX Ge. 11.4; δ. ἴδετε Ev.Matt.28.6; δ. καὶ ἀκούσατε Arr.Epict.3.23.6; δ. πρός τινα Plu.Cor.33.
German (Pape)
[Seite 552] ermunternder Zuruf, hierher, wohlan, adverb., aber wie ein plural. zu δεῦρο gebildet; s. Herodian. Μονήρ. λέξ. p. 27, 1; Apoll. lex. Homer. p. 57, 32 δεῦτε· ἄγετε δή. Man hat vermuthet, δεῦτε sei aus δεῦρ' ἴτε entstanden. Bei Homer ist δεῦτε ungleich seltner als δεῦρο. Als sehr bedenkliche var. erscheint δεῦτε in der Anrede an einen Einzelnen Odyss. 8, 145, δεῦτ' ἄγε καὶ σύ, ξεῖνε πάτερ, πείρησαι ἀέθλων, bessere Lcsart δεῦρ' ἄγε, und Odyss. 8, 205, τῶν δ' ἄλλων ὅτινα κραδίῆ θυμός τε κελεύει, δεῦτ' ἄγε πειρηθήτω, bessere Lesart δεῦρ' ἄγε. Mit dem singularischen ἄγε verbunden als Anrede an Mehrere Odyss. 8, 11, δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε, vgl. Scholl. Mit dem dual. des Verbs als Anrede an Zwei Iliad. 22, 450, δεῦτε, δύω μοι ἕπεσθον. In der Anrede an Mehrere mit dem plural. des Verbs, conjunctiv. hortativ.: Odyss. 2, 410 δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα; 8, 133 δεῦτε, φίλοι, τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα; Iliad. 14, 128 δεῦτ' ἴομεν πόλεμόνδε; mit ἄγετε Iliad. 7, 350 δεῦτ' ἄγετ', Ἀργείην Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ δώομεν Ἀτρείδῃσιν ἄγειν; mit einem imperativ., durch καί verbunden, Iliad. 13, 481, δεῦτε, φίλοι, καί μ' οἴῳ ἀμύνετε. Ohne Verbum, Anrede an Mehrere, Odyss. 8, 307, Ζεῦ πάτερ ἠδ' ἄλλοι θεοί, δεῦθ', ἵνα ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε. Aehnlich schrieb Kallistratos Odyss. 2, 410, Scholl. Didym Καλλίστρατος δεῦτε, φίλοι, ὄφ ρ' ᾖα φερώμ εθα. Odyss. 8, 250 wird von Strab. 10. p. 473 mit δεῦτε angeführt, δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, bessere Lesart ἀλλ' ἄγε. – Sp. D. u. N. T., wo, wie bei δεῦρο, nicht immer an ein Herkommen zu denken. – Vgl. noch Buttmann Lexil. 2. 227 ff, wo auch Einiges über δηῦτε.
Greek (Liddell-Scott)
δεῦτε: ἐπίρρ., ὡς πληθ. τοῦ δεῦρο, εἰς τοῦτο τὸ μέρος! ἐδῶ! ἐμπρός! ἔλα ἐδῶ! ἀκριβῶς ὡς τὸ δεῦρο, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ πληθ. προστακτ. εἴτε κειμένης (δεῦτ’ ἄγετ’ Ἰλ. Η. 350, κτλ.· ὡσαύτως, δεῦτ’ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες Ὀδ. Θ. 11), εἴτε νοουμένης (δεῦτε φίλοι Ἰλ. Ν. 481· δεῦτ’, ἵνα… ἴδησθε Ὀδ. Θ. 30)· λίαν σπάνιον παρὰ Τραγ., δεῦτε, λείπετε στέγος Εὐρ. Μηδ. 894· καθ’ ὅσον παρ’ αὐτοῖς εἶναι ἐν χρήσει τὸ δεῦρο καὶ μετὰ πληθ. ῥήματος. (Κατὰ τὸν Βουττμ. συνῃρ. ἐκ τοῦ δεῦρ’ ἴτε).
French (Bailly abrégé)
adv.
c. δεῦρο, d’ord. avec un plur. : δεῦτ’ ἄγετ’ IL allons, voyons ! δεῦτ’ ἴομεν IL allons, marchons ! δεῦτε, φίλοι IL allons, amis ! avec un verbe sg. et un voc. pl. δεῦτ’ ἄγε, ἡγήτορες OD allons, chefs (des Phéaciens).
English (Autenrieth)
adv. of exhortation, come on; δεῦτε, φίλοι, Il. 13.481; δεῦτ' ἴομεν πόλεμόνδε, Il. 14.128. Cf. δεῦρο, fin.
English (Slater)
δεῡτε
1 hither perhaps pl. of δεῦρο (cf. Lobel, Αλκαίου Μέλη xliv; Schwyz. 1. 632) ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις ἐπάγαγ' εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19. pro impv., δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, (v. 1. ἴδετ) fr. 75. 1.
Spanish (DGE)
adv. de lugar
1 aquí ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος ... ἐπάγαγ' señora de Chipre, aquí, hasta tu santuario ha traído Pi.Fr.122.18.
2 gener. entendido como imperat. plu. y c. idea de mov. venid aquí δεῦθ', ἵνα ... ἴδησθε ¡venid aquí! para que veáis ..., Od.8.307, δεῦτε, φίλοι Il.13.481, δεῦτε, Δί' ἐννέπετε ¡venid aquí!, invocad a Zeus Hes.Op.2, cf. E.Med.894 (cód.), δεῦτε Δίος κόραι Sapph.53, cf. 128, δεῦτέ μοι νᾶσον Πέλοπος λίποντες Alc.34.1, δεῦτ' ὄλβιαι Inc.Lesb.286.2.8S., πάντες γεωργοὶ δεῦτε κἀμπελοσκάφοι A.Fr.46a.18, ἴλεωι δ. Herod.4.11, cf. Call.Fr.191.9, δ. δή ¡venid aquí!, ¡venga! Men.Dysc.866, cf. Theoc.8.50, Aesop.293, I.AI 6.111
•c. imperat. δεῦτε ἴδετε τὰ ἔργα κυρίου venid, contemplad las obras del Señor LXX Ps.45.9, δ. ἴδετε τὸν τόπον venid, ved el lugar, Eu.Matt.28.6, δ. ἀκούσατε venid y escuchad LXX Ps.65.16, Arr.Epict.3.23.6, δ. οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου venid, benditos de mi padre, Eu.Matt.25.34
•seguido de régimen preposicional δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι venid aquí, a la danza, Olímpicos Pi.Fr.75.1, πρὸς Μάρκιον Plu.Cor.33, δ. πρός με venid a mí, Eu.Matt.11.28, δ. ὁπίσω μου seguidme LXX 4Re.6.19, Eu.Matt.4.19, Eu.Marc.1.17, εἰς τοὺς γάμους Eu.Matt.22.4, εἰς ἔρημον τόπον Eu.Marc.6.31, μετὰ ἀνθρώπων καλῶν δ. ven aquí con hombres buenos, PMich.214.29 (III d.C.).
3 usado como interj. ea, vamos en contextos exhortativos o imperat., gener. c. imperat. plu. δεῦτ' ἄγετ' Il.7.350
•tb. sg. c. voc. plu. δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες Od.8.11
•c. subj. δ. ἴομεν πόλεμόνδε ¡ea! vayamos al combate, Il.14.128, δ. ... ἴδωμ' ὅτιν' ἔργα τέτυκται Il.22.450, δ. φίλοι, ἤϊα φερώμεθα ¡aquí, los míos, traigamos las provisiones!, Od.2.410, cf. 8.133, δ. οἰκοδομήσωμεν ... πόλιν ¡ea!, edifiquemos una ciudad LXX Ge.11.4, δ. ἀποκτείνωμεν αὐτόν ¡ea! matémoslo, Eu.Marc.12.7, Eu.Matt.21.38, Eu.Luc.20.14 (var.), δεῦτε, προσευξάμενοι συνταξώμεθα Pall.V.Chrys.10.36.
• Etimología: Prob. refección analóg. de δεῦρο q.u., en su uso exclamativo, sobre el modelo de la des. de 2a plu. de imperat.
English (Strong)
from δεῦρο and an imperative form of eimi (to go); come hither!: come, X follow.
English (Thayer)
adverb, used when two or more are addressed (cf. Buttmann, 70 (61)); perhaps from δευῥ ἰτε (yet see Alexander Buttmann (1873) Gram. 21te Aufl. § 115 Anm. 8), see δεῦρο, 1;
1. from Homer down, come hither, come here, come: followed by an imperative, δεῦτε, κληρονομήσατε, δεῦτε, ἴδετε, δεῦτε, ἀριστήσατε, δεῦτε, συνάχθητε ( δεῦτε καί συνάγεσθε), δεῦτε ἀπίσω μου come after me, be my disciples: אַחֲרַי לְכוּ, δεῦτε εἰς τούς γάμους, εἰς ἔρημον τόπον, δεῦτε πρός με, δεῦτε, ἀποκτείνωμεν, R G in Sept. mostly for לְכוּ, sometimes for בֹּאוּ.)
Greek Monolingual
δεῡτε επίρρ. (AM)
1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.)
(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῡ» ΠΔ.
«δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.)
2. ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῑς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο].