ἐρωτικός
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
ή, όν,
A of or caused by love, ὀργή, λύπη, Th.6.57,59 ; ἐ. ξυντυχία a love-affair, ib.54 ; ἐ. λόγος a discourse on love, Pl.Phdr. 227c ; ἐ. μέλος a love song, Bion 2.2 ; περὶ ἐ. αἰτίαν Arist.Pol.1303b22 ; ἐ. ἀρετή Phld.D.3Fr.76 ; ἐ. δυνάμεις Ph.2.481 ; δεινὸς περὶ τὰ ἐ. Pl.Smp.193e, al.; τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4 ; also, = Ἐρωτίδια, Plu.2.748f ; ἡ -κή (sc. φιλία), Arist.EN1164a3. II of persons, amorous, Pl.R.474d, Arist.EN1156b1, Theoc. 14.61, etc. ; περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2 : Comp.ἐρωτικώτεροςX. Smp.4.62 : generally,
A fond of a thing, πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25 ; τὰ τοῦ σώματος -ικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν the cravings of the body, Pl.Smp.186c. Adv. -κῶς, περιαλγήσας Th.6.54 ; ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5 ; ἐ. διατίθεσθαι Pl.Smp.207b ; ἐ. ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib.222c ; τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12 : Sup. -ώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21.
German (Pape)
[Seite 1041] zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; λύπη, ibd. 59; μανία, Plat. Phaedr. 265 b; τέχνη, 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ ἐρωτικός, Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ χρυσίον, nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie περί τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = ἐρωτίδια. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἔρωτα ἢ προεχόμενος ἐξ ἔρωτος, ὀργή, λύπη Θουκ. 6. 57, 59· ἐρ. ξυντυχία. ἐρωτικὴ ὑπόθεσις, αὐτόθι 54· ἐρ. λόγος, λόγος περὶ ἔρωτος, Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· ἐρ. μέλος, ᾆσμα ἐρωτ., Βίων 15. 2· περὶ ἐρ. αἰτίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 1· τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Συμπ. 186C, 193Ε, κ. ἀλλ.· τὰ ἐρ. περὶ γυναῖκας Πλουτ. Κίμ. 4· ὡσαύτως, = Ἐρωτίδια Πλούταρχ. 2.748F· ἡ ἐρωτική, = τὰ ἐρωτικὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔκδοτος εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Πολ. 474D, κ. ἀλλ.· συγκρ. -ώτερος Ξεν. Συμπ. 4. 62· καθόλου, ἔχων ἔρωτα, τρέφων πόθον, πρός τι Πλουτ. Δημοσθ. 25. - Ἐπιρρ. -κῶς Θουκ. 6. 54· ἐρ. μεταχειρίζεσθαί τινα Λυσ. Ἀποσπ. 2· ἐρ. διατίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· ἐρ. ἔχειν τινός, ἔχειν ἔρωτα πρός τινα, αὐτόθι 222C· ἐρωτικῶς ἔχειν… τοῦ ποιεῖν τι, ἐπιθυμεῖν σφοδρῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’amour, d’amour;
2 qui convient à un amant ou à un amoureux;
3 porté à l’amour, de complexion amoureuse;
4 p. ext. avide de, passionné pour : πρός τι, περί τι, pour qch;
Cp. ἐρωτικώτερος.
Étymologie: ἔρως.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη»)
2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή»)
3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται
μσν.
όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις
2. ποθητός
3. ερωτευμένος
4. αγαπημένος
5. α) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρωτικός
ο εραστής
β) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτική
η ερωμένη, η αγαπημένη
αρχ.-μσν.
1. αυτός που επιθυμεί ζωηρά κάτι
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρωτικά
ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις.
επίρρ...
ερωτικώς και ερωτικά
(AM ἐρωτικῶς)
1. με ερωτικό τρόπο
2. με ερωτική διάθεση
αρχ.
φρ. «ἐρωτικῶς ἔχω τινός»
α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον
β) (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά να κάνω κάτι («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῡ ἤδη ποιεῑν τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος. Η λ. ερωτικός απαντά ως α’ σύνθ. σε επτά μεσαιωνικά σύνθετα (πρβλ. ερωτικόβρυτος, ερωτικογραμμένος, ερωτικοενήδονος, ερωτικοθέλημα, ερωτικοκάρδιος, ερωτικοκόρη, ερωτικοπόθος) πιθ. αντί του ερωτο-].