απαγωγή

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπαγωγή) απάγω
1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του
2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» — αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το συμπέρασμα τ
αρχ.
1. το να οδηγείται κάποιος μακριά, η απομάκρυνση κάποιου
2. το να οδηγείται κάποιος στην αιχμαλωσία
3. χωρισμός
4. πληρωμή («φόρου ἀπαγωγή», Ηρόδ.)
5. (Αττίκ. Δίκ.) α) συνοπτική διαδικασία κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης συνελάμβανε επαυτοφώρω κάποιον να διαπράττει αδίκημα είχε το δικαίωμα να τον οδηγήσει ενώπιον των αρχόντων
β) έγγραφη καταγγελία που παρέδιδαν στους άρχοντες
6. (στη Λογ.) μετατόπιση της βάσης επιχειρήματος
7. φρ. «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή» — έμμεση απόδειξη.