ερυθρός

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

-ά και -ή, -ό (AM ἐρυθρός, -ά, -όν
Α και ἐρυθρός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει το χρώμα του αίματος ή του άνθους της παπαρούνας, ο κόκκινος
2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» — η θάλασσα μεταξύ της Αραβίας και του βόρειου τμήματος της ανατολικής ακτής της Αφρικής
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ερυθρό(-ν)
το κόκκινο χρώμα, ένα από τα θεμελιώδη απλά χρώματα της φύσης και από τα επτά χρώματα του ηλιακού φάσματος
νεοελλ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ερυθροί
οι κόκκινοι, οι κομμουνιστές
2. το θηλ. ως ουσ. η ερυθρά
μολυσματικό, εξανθηματικό νόσημα της παιδικής κυρίως ηλικίας
3. φρ. α) «ερυθρά χρώματα» — τα χρωστικά του ερυθρού χρώματος που χρησιμοποιούνται για τη ζωγραφική και γενικά για έγχρωμα επιχρίσματα
β) «Ερυθρός Σταυρός» — διεθνής οργάνωση που έχει σκοπό την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών σε ειρηνική και πολεμική περίοδο
γ) «Ερυθρά Ημισέληνος» — το αντίστοιχο του Ερυθρού Σταυρού στις μουσουλμανικές χώρες
δ) «ερυθρά σημαία» — η σημαία τών κομμουνιστών
μσν.
φρ. «ἐρυθρά γράμματα» — αυτοκρατορικό έγγραφο
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρυθρά
ερυθρές φλύκταινες, εξανθήματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρυθρόν
ο κρόκος του αβγού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρυθρά
το μελισσόφυλλο
4. φρ. «Ἐρυθρή θάλασσα»
α) αυτή που περιλαμβάνει τον Αραβικό κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό
β) άγνωστοι και πολύ απομακρυσμένοι τόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύθω, συνδέεται με λατ. ruber «ερυθρός», αρχ. σλαβ. rŭdrŭ, αρχ. ινδ. rudhira και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα rudh--, η οποία αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας reudh- «κόκκινος» (πρβλ. ερεύθω, έρευθος). Το ρ. ερυθαίνομαι (< ερυθρός) ανάγεται στην ίδια ρίζα του τ. ερυθρός με διαφορετικά επιθήματα: rudh-r, rudh-n. Στη ΝΕ το επίθετο ερυθρός χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος, π.χ. Ερυθρός Σταυρός, Ερυθρά Θάλασσα, Ερυθρόδερμος κ.λπ., ενώ για τη δήλωση γενικά του κόκκινου χρώματος χρησιμοποιείται το επίθετο κόκκινος (< κόκκος «βαφική ουσία») που στην Αρχ. Ελληνική δήλωνε το άλικο, ζωηρό κόκκινο χρώμα.
ΠΑΡ. ερυθραίνω, ερυθρίνος, ερυθριώ, ερυθρόνιο, ερυθρότητα (AM -ότης), ερυθρώ
αρχ.
ερυθρανός, ερυθριάζω, ερύθριον, ερυθρώδης
αρχ.-μσν.
ερυθραίος
μσν.
ερυθρίδη, ερυθρώος
νεοελλ.
ερύθρασμα, ερύθρημα, ερυθρίνη, ερύθρωση, ερύθρωτος.
ΣΥΝΘ. ερυθροειδής, ερυθροκίτρινος, ερυθρόπους, ερυθροπρόσωπος, ερυθρόστικτος, ερυθρόχρους
αρχ.
ερυθρόβωλος, ερυθρόγραμμος, ερυθρόγραφος, ερυθροδάκτυλος, ερυθροκάρδιος, ερυθρόκομος, ερυθρόκυτον, ερυθρόπελας, ερυθροποίκιλος, ερυθρόχλωρος, ερυθρόχρως
αρχ.-μσν.
ερυθρόδανος
μσν.
ερυθραυγής, ερυθρόβαπτος, ερυθροδόκη
μσν.- νεοελλ.
ερυθρόβαφος, ερυθρομέλας, ερυθροσήμαντος, ερυθρόφυλλος
νεοελλ.
ερυθρελάτη, ερυθροβάκιλλος, ερυθροβλάστη, ερυθρογράφος, ερυθροδανίνη, ερυθρόδερμος, ερυθροθεραπεία, ερυθροθώρακας, ερυθροίδημα, ερυθρόκαρπος, ερυθροκενταυρίνη, ερυθροκερατοδερμία, ερυθροκύτταρο, ερυθροκύτωση, ερυθρόλοφος, ερυθρολυσία, ερυθρομελία, ερυθρόνωτος, ερυθρόξυλο, ερυθροπάρειος, ερυθροπλακία, ερυθροποίηση, ερυθροπύρωση, ερυθροπώγων, ερυθρορρητίνη, ερυθρόρριζος, ερυθρόρρυγχος, ερυθρόσπερμος, ερυθρόστερνος, ερυθρόστομος, ερυθρόσωμος, ερυθρότεφρος, ερυθρόφαιος, ερυθρόφθαλμος, ερυθροχίτων, ερυθρόχρυσος, ερυθροψία, ερυθρωπός].