πρώτιστος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτιστος Medium diacritics: πρώτιστος Low diacritics: πρώτιστος Capitals: ΠΡΩΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: prṓtistos Transliteration B: prōtistos Transliteration C: protistos Beta Code: prw/tistos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον h.Cer.157:—poet. and late Prose Sup. of πρῶτος,

   A the very first, Il.2.228, 16.656, Od.19.447; πολὺ π. Il.2.702, Od.14.220, etc.; ὁ π. χρόνος, opp. ὁ ἐνεστώς, PEleph.10.4 (iii B.C.); principal, primal, θεὰ π. Νύξ Phld.Piet.14; αἰτία Procl.Inst. 12; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός Hierocl. in CA3p.424M., cf. Iamb.Comm.Math.4, al., Dexipp.Fr.32(b)J., Agath.3.2: neut. πρώτιστον as Adv., first of all, Od.10.462, 20.60, al., Pi.N.5.25, B.8.11, Ar.Lys.555, D.43.75, Antiph.98: also pl. πρώτιστα Il.1.105, Od.3.419, Hes.Op.109, A.Fr.195, S.OT1439, El.669, Ar.Pl.792; ἐπειδὴ π. now that, Alc.15.7; ὅτε π. when aforetime, Call.Aet.Oxy.2079.21; especially, principally, π. ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον Str.12.3.19: also τὸ π. E.Supp.430; τὰ π. Od.11.168.

German (Pape)

[Seite 804] p. superl. von πρῶτος, der allererste; Il. 2, 228. 16, 656; u. adv. πρώτιστα, 1, 105; πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ' Ἀθήνην, Od. 3, 419; τὰ πρώτιστα, 11, 168, zu allererst; auch Hes.; πρώτιστος ἐπέμιξε, Pind. P. 2, 32; πρώτιστον, N. 5, 25; πρώτιστα ἥξεις, Aesch. frg. 181; u. so auch Soph. Trach. 1171. 1439; εἰδέναι δέ σου πρώτιστα χρῄζω, El. 659; u. so adverbial auch Eur. im sing., Suppl. 430, u. im plur., 664; Parmenid. bei Plat. Conv. 178 b; vgl. auch Lob. Phryn. p. 419; auch zweier Endgn, κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν, auf den allerersten Anblick, H. h. Cer. 157. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Nicom. arithm. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πρώτιστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 157· - ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρῶτος, ὁ πρῶτος πάντων, Ἰλ. Β. 228., Π. 656, Ὀδ. Τ. 447· πολὺ πρώτιστος Ἰλ. Β. 702, Ὀδ. Ξ. 220· - ἀλλὰ συνηθέστατα ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ οὐδ. πρώτιστον ὡς ἐπιρρήματι, πρὸ παντὸς ἄλλου, Ὀδ. Κ. 462., Υ. 60, κ. ἀλλ.· ὡς παρὰ τοῖς Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσ. 555, Δημ. 1076. 17, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1, κτλ.· - οὕτω καὶ πρώτιστα, Ἰλ. Α. 105, Ὀδ. Γ. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 109· Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Σοφ. Ο. Τ. 1439. Ἠλ. 669, Ἀριστοφ. Πλ. 792· - οὕτω τὸ πρώτιστον Εὐρ. Ἱκ. 430· τὰ πρώτιστα Ὀδ. Λ. 168· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 419.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le premier de tous ; neutre adv. • πρώτιστον ou • πρώτιστα, en premier lieu, premièrement ; • τὰ πρώτιστα OD m. sign.
Étymologie: Sp. de πρῶτος.

English (Autenrieth)

sup. to πρῶτος: first of all, chiefest.—Adv., πρώτιστον, πρώτιστα (πρώτισθ), Od. 11.168.

English (Slater)

πρώτιστος
   1 first of all ἥρως ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) n. s. pro adv., αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25)

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώτιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και δωρ. τ. πράτιστος, -ίστη, -ον Α
(ως υπερθετικό του πρώτος)
1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα
κυρίως, πρώτα πρώτα
νεοελλ.
1. συνεκδ. κυριότατος, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος
2. μτφ. κορυφαίος, ανώτατος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρώτιστα
ζωολ. το σύνολο τών ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών, δηλαδή αυτών που έχουν διάκριτο, κεχωρισμένο πυρήνα
αρχ.
1. πρωταρχικός, κύριος («πρωτίστη αἰτία», Πρόκλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώτιστον
προπάντων, πρώτα πρώτα, κυρίως.
επίρρ...
πρωτίστως και πρώτιστα Ν
πρώτα πρώτα, κυρίως, προπάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος / πρᾶτος + κατάλ. -ιστος τών ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. μέγιστος)].