ρουτίνα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Greek Monolingual
η, Ν
1. η συνήθεια να ενεργεί κάποιος μηχανικά, κατά τον ίδιο πάντοτε τρόπο
2. η έλλειψη πρωτοτυπίας, πρωτοβουλίας, διάθεσης για αλλαγή
3. φρ. α) «η καθημερινή ρουτίνα» — πληκτική κατάσταση, χωρίς ενδιαφέρον
β) «άνθρωπος της ρουτίνας» — άτομο που ενεργεί τυπικά, χωρίς ιδιαίτερη συμβολή σε κάτι
γ) «εξέταση [[[έλεγχος]], επίσκεψη] ρουτίνας» — κάτι που γίνεται πανομοιότυπα, κατά τον συνήθη πάντοτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routine < route «δρόμος, οδός»].