φυτό
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
το / φυτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που φυτρώνει, που βλαστάνει από το έδαφος, λ.χ. πόα, θάμνος ή δένδρο
2. φρ. «Περί φυτών» — τίτλος συγγράμματος του Αριστοτέλους, το οποίο έχει χαθεί
νεοελλ.
1. βιολ. ζωντανός οργανισμός που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του, πρώτο, φωτοσυνθετικό τρόπο θρέψης, δεύτερο ένα πρότυπο απεριόριστης, ουσιαστικά, αύξησης κατά το οποίο εμβρυώδεις ιστοί, γνωστοί ως μεριστώματα, παραμένουν ενεργοί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, τρίτο, κύτταρα περιβαλλόμενα από στερεό περίβλημα και, λιγότερο ή περισσότερο, άκαμπτα, τέταρτο, έλλειψη οργάνων κίνησης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να μετακινηθεί και, τέλος, απουσία αισθητήριου και νευρικού συστήματος (α. «βιομηχανικά φυτά» β. «φαρμακευτικά φυτά»)
2. μτφ. α) ανόητος άνθρωπος
β) άτομο του οποίου ο οργανισμός έχει υποστεί σοβαρότατες βλάβες και έχει χάσει οριστικά την ικανότητα μετακίνησης και επικοινωνίας με το περιβάλλον
3. φρ. α) «αρωματικά φυτά»
(γεωπ.) φυτά από τα οποία λαμβάνονται αρωματικά αιθέρια έλαια
β) «βιομηχανικά φυτά»
(γεωπ.) φυτά τών οποίων ο κορμός, τα άνθη ή τα σπέρματα και ο καρπός τους χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη σε διαφόρους βιομηχανικούς κλάδους, όπως είναι το βαμβάκι, το ζαχαρότευτλο, ο ηλίανθος, ο καπνός, το λινάρι κ.ά.
γ) «φαρμακευτικά φυτά»
(γεωπ.) βλ. φαρμακευτικός, δ) «φυτά μεγάλης καλλιέργειας»
(γεωπ.) ετήσια φυτά, ή φυτά που καλλιεργούνται ως ετήσια, τών οποίων η καλλιέργεια καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις, όπως είναι τα σιτηρά, το βαμβάκι, ο καπνός, το ζαχαρότευτλο κ.ά.
μσν.
το φυτό κυνόγλωσσο
αρχ.
1. μόσχευμα, παραφυάδα
2. (σχετικά με το σώμα) εξοίδημα
3. (στους Αττικούς ποιητές) έμψυχο ον, πλάσμα
4. απόγονος, τέκνο
5. φρ. «οὐράνιον φυτὸν» — ο άνθρωπος (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. φυτός].