ἀπολογία
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ἡ,
A speech in defence, opp. κατηγορία, Antipho6.7, Th.3.61, Pl.Ap.28a, etc.; ἀ. ποιεῖσθαι to make a defence, Is.6.62; ἀ. ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἀδικημάτων Lys.14.29; τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Hyp.Eux.31; ἀ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.16; expl. by πληροφορία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, die Vertheidigung, Schutzrede, -schrift, Thuc. 3, 61 Plat. Phaed. 63 d u. öfter; ἀπολογίαν ποιεῖσθαι ὅτι Dem. 49, 59; vgl. Lys. 14, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογία: ἡ, λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν ἐναντίον κατηγορίας, ὑπεράσπισις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατηγορίαν Ἀντιφῶν 142. 7, Θουκ. 3. 61, Πλάτ., κλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπολογεῖσθαι, Λυσ. 142. 23, Ἰσαῖος 62. 29, κλ.· τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défense, justification.
Étymologie: ἀπόλογος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 acción de defenderse, defensa ante un tribunal, op. κατηγορία Antipho 6.7, Pl.Phdr.267a, Anaximen.Rh.1427b10, 1428a7, Luc.Apol.11, c. gen. τῶν κατηγορηθέντων de las acusaciones Is.11.32, ὧν ἡ πόλις ἐνεκάλει Th.6.53, c. prep. περὶ αὑτῶν Th.3.61, περὶ τῶν διαβολῶν Anaximen.Rh.1437b40, ὑπὲρ Παλαμήδους Gorg.B 11a tít.
•ἀπολογίαν ποιεῖσθαι hacer una defensa Is.6.62, Isoc.11.9, 17.24, ἀπολογίαν ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἁμαρτημάτων presentar la propia vida como defensa de los delitos del padre Lys.14.29, πρὸς ἅπαντας τοὺς κατηγοροῦντας ποιήσασθαι τὴν ἀπολογίαν defenderse ante todos los acusadores Plb.31.1.5, cf. Isoc.16.3
•tb. en lit. crist. apología, discurso de defensa de la fe de los mártires ante el juez A.Pass.Andr.8 (p.21.21), cf. Eus.HE 5.21.4.
2 explicación de las Escrituras ἀ. καὶ διδασκαλία Eu.Thom.A 7.1, Origenes Princ.3.1.16.
3 respuesta ἔδωκεν ἀπολογίαν ὁ Πιλᾶτος πρὸς τοὺς Ἑβραίους A.Pil.B 4.4.
English (Strong)
from the same as ἀπολογέομαι; a plea ("apology"): answer (for self), clearing of self, defence.
English (Thayer)
ἀπολογίας, ἡ (see ἀπολογέομαι), verbal defense, speech in defense: ἡ ἀπολογία ἡ πρός τινα, Xenophon, mem. 4,8, 5).
Greek Monolingual
κ. -για, η (AM ἀπολογία) απόλογος
1. απόκρουση κατηγορίας
2. δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς
μσν.- νεοελλ.
1. απάντηση
2. το δικαίωμα ν' απολογηθεί κάποιος
3. αποπομπή, διώξιμο
μσν.
1. άδεια για αποχώρηση
2. χαιρετισμός.
Greek Monotonic
ἀπολογία: ἡ, λόγος που εκφωνείται προς υπεράσπιση εναντίον μιας κατηγορίας, υπερασπιστική γραμμή, σε Θουκ.