ἐπισχύω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
(ἰσχύς)
A make strong or powerful, τὴν πόλιν X.Oec.11.13. II intr., to be or grow strong, Thphr.CP2.1.4; prevail, D.S. 5.59, Corn.ND7 ; to be urgent, ἐπίσχυον λέγοντες Ev.Luc.23.5 ; ὁ λόγος -ύσει πρὸς συμβουλίαν ἢ διδαχήν Vett.Val.48.6.
German (Pape)
[Seite 988] stark machen, verstärken, τὴν πόλιν, bejstehen, Xen. Oec. 11, 13; – intrans., stark werden, Theophr.; τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης D. Sic. 5, 59; drängen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχύω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἰσχυρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· ὑπερισχύω, Διόδ. 5. 59· ἐπιμένω, οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
rendre fort ou puissant.
Étymologie: ἐπί, ἰσχύω.
English (Strong)
from ἐπί and ἰσχύω; to avail further, i.e. (figuratively) insist stoutly: be the more fierce.
English (Thayer)
(imperfect ἐπίσχυον);
1. transitive, to give additional strength; to make stronger (Xenophon, oec. 11,13).
2. intransitive, to receive greater strength, grow stronger (Diodorus): ἐπίσχυον λέγοντες, they were the more urgent saying, i. e. they alleged the more vehemently, Luke 23:5.
Greek Monolingual
(Α ἐπισχύω) ισχύω
νεοελλ.
ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη
αρχ.
1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.)
2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός, δυναμώνω («ῥιζωθέντα καὶ ἐπισχύσαντα», Θεόφρ.)
3. υπερισχύω («τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης», Διόδ. Σικ.)
4. επιμένω στον ισχυρισμό μου («οἱ δέ ἐπίσχυον λέγοντες», ΚΔ)
5. φρ. «ἐπισχύω πρός τι» — έχω δύναμη, επιρροή αναφορικά με κάτι, ενεργώ αποτελεσματικά.
Greek Monotonic
ἐπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ],
I. κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω, σε Ξεν.
II. αμτβ., υπερισχύω, επιμένω, σε Καινή Διαθήκη