λατρεία
English (LSJ)
ἡ,
A the state of a hired labourer, service, A.Pr.966; ἐπίπονον ἔχειν λ. S.Tr.830 (lyr.): pl., οἵας λατρείας ἀνθ' ὅσου ζήλου τρέφει Id.Aj.503, cf. E.Ph.225 (lyr.), etc.: metaph., the business or duties of life, Plu.2.107c. 2 λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, service to the gods, divine worship, Pl.Ap.23c, Phdr.244e (pl.): abs., LXX Ex.12.25, al., Ep.Rom.9.4, etc.
German (Pape)
[Seite 18] ἡ, Stand des Söldners, Lohnarbeiters, Dienst für Lohn, übh. Dienst, Soph. Ai. 498 Trach. 827; vom Dienst des Hermes, Aesch. Prom. 966; Φοιβαῖαι, Eur. Phoen. 226. – Bes. Gottesdienst, Gottesverehrung, τοῦ θεοῦ, Plat. Apol. 23 c, καὶ εὐχαί, Phaedr. 244 e, Sp. – Aber λατρείαν Ἰαωλκὸν Πηλεὺς παρέδωκε Αἱμόνεσσι, Pind. N. 4, 54, = λατρίαν, dienend.
Greek (Liddell-Scott)
λατρεία: ἡ, (λατρεύω) ἡ κατάστασις μισθωτοῦ ἐργάτου, ὑπηρεσία, δουλεία, Αἰσχύλ. Πρ. 966· ἐπίπονον ἔχειν λ. Σοφ. Τρ. 830· ἐν τῷ πληθ., οἵας λατρείας ἀνθ’ ὅσου ζήλου τρέφει ὁ αὐτ. εἰς Αἴ. 503, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 225, κτλ.· ― μεταφ. ἡ ἀσχολία ἢ τὰ καθήκοντα τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 107C. 2) λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β, Φαῖδρ. 244Ε· οὕτως ἀπολ., Ἑβδ., Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service de gens à gages, service de mercenaire;
2 service d’un dieu, culte, adoration;
3 soins à donner au corps ou à l’âme.
Étymologie: λατρεύω.
English (Strong)
from λατρεύω; ministration of God, i.e. worship: (divine) service.
English (Thayer)
λατρείας, ἡ (λατρεύω, which see);
1. in Greek authors "service rendered for hire; then any service or ministration (Tragg., Plutarch, Lucian); the service of God": τοῦ Θεοῦ, Plato, Apology 23b.; καταφυγεῖν πρός θεῶν εὐχάς τέ καί λατρείας, ibid. Phaedr., p. 244e.; servitus religionis, quam λατρείαν Graeci vocant, Augustine civ. dei 5,15.
2. in the Greek Bible, the service or worship of God according to the requirements of the levitical law (Hebrew עֲבֹדָה, λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ (to offer service to God) equivalent to θυσίαν προσφέρειν εἰς λατρείαν (to offer a sacrifice in service), ἐπιτελεῖν τάς λατρείας, to perform the sacred services (see ἐπιτελέω, 1), spoken of the priests, ἡ λογικη λατρεία, Winer's Grammar, § 59,9a.); (of the worship of idols, 1 Maccabees 1:43).
Greek Monolingual
η (AM λατρεία) λατρεύω
η μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στον θεό και η τυπική έκφραση του συναισθήματος αυτού, η θεία λατρεία, η ευσέβεια προς τον θεό που εκδηλώνεται με λόγους ή πράξεις («καταφυγοῡσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεγάλη αγάπη, σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση προς ένα πρόσωπο («έχει λατρεία στη γυναίκα του»)
2. σφοδρό ερωτικό πάθος, ερωτική λατρεία
3. προσφώνηση στο πρόσωπο που αγαπάται πολύ
4. το σύνολο τών θρησκευτικών θεσμών μιας κοινωνίας
αρχ.
1. η κατάσταση του μισθωτού, η έμμισθη υπηρεσία ή εργασία («ἐπίπονον ἔχοι θανὼν λατρείαν», Σοφ.)
2. μτφ. η ασχολία με τη ζωή και τα σχετικά με αυτήν καθήκοντα («οὐκ εὐδαιμονίζειν μᾱλλον προσήκει τοὺς ἀπολυθέντας τῆς ἐν αὐτῷ λατρείας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λατρεία: ἡ (λατρεύω)·
1. μισθωτή υπηρεσία, δουλεία, σε Τραγ.
2. λατρεία τοῦ θεοῦ, θεῶν, υπηρεσία στους θεούς, λατρεία των θεών, σε Πλάτ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη