ὁμόρροθος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόρροθος Medium diacritics: ὁμόρροθος Low diacritics: ομόρροθος Capitals: ΟΜΟΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: homórrothos Transliteration B: homorrothos Transliteration C: omorrothos Beta Code: o(mo/rroqos

English (LSJ)

ον, prop.

   A rowing together : hence, side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5 :—also ὁμο-ρρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόρροθος: -ον, κυρίωςὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d’accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.

Greek Monolingual

ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ῥόθος «ο ήχος του κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύ-ρροθος)].

Greek Monotonic

ὁμόρροθος: -ον, κυρίως, αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο· απ' όπου, διπλανός, κοντινός, σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, -ον, σε Ανθ.