γαυλός

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυλός Medium diacritics: γαυλός Low diacritics: γαυλός Capitals: ΓΑΥΛΟΣ
Transliteration A: gaulós Transliteration B: gaulos Transliteration C: gavlos Beta Code: gaulo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A milk-pail, Od.9.223, AP6.35 (Leon.); water-bucket, Hdt.6.119; machine for raising water, IG 11.146A29 (Delos): generally, any round vessel, beehive, AP9.404 (Antiphil.); drinking-bowl, Antiph.224.5, Theoc.5.104, Longus3.4.    2 = ὁ ἐξ ἀλλοτρίων ζῶν, Hsch., Cyr.; also, = εὐεξαπάτητος, Id.    II γαῦλος (on the accent cf. Hdn. Gr.1.156, Eust.1625.3), ὁ, round-built Phoenician merchant vessel, opp. μακρὰ ναῦς, γαύλοισιν ἐν Φοινικικοῖς Epich.54, cf. Hdt.3.136, 137, Ar.Av.602, Call.Sos.9.7, etc.

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, rundes Gefäß, a) Melkeimer, Od. 9, 223, ἅπαξ εἰρημέν.; Theocr. 5, 58. – b) Schöpfeimer, Her. 6, 119. – c) Bienenkorb, Antiphil. 29 (IV, 404); übh. Krug u. dgl., s. Antiphan. Ath. XI, 500 f.

Greek (Liddell-Scott)

γαυλός: ὁ, σκεῦος πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ γάλακτος κατὰ τὸ ἄμελγμα, «καρδάρι», Ὀδ. Ι. 223· κάδος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», Ἡρόδ. 6. 119· καθόλου, πᾶν στρογγύλον σκεῦος, ἡ τῶν μελισσῶν κυψέλη, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 404, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀντιφ. Χρυσ. 1· εἶδος

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vase ou panier arrondi, particul.
1 vase à traire le lait;
2 seau à puiser;
3 tasse en gén.
Étymologie: DELG cf. γύαλον, γυρός.

English (Autenrieth)

milk-pail, Od. 9.223†.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): γαῦλος Sud.
I ref. a obj.
1 cubo o balde para ordeñar, colodra, Od.9.223, AP 6.35 (Leon.)
cubo para sacar agua de un pozo, Hdt.6.119, hecho de bronce forrado de madera IG 11(2).146A.29, 147A.7 (ambas Delos IV/III a.C.), 165.61 (Delos III a.C.), cf. Theoc.5.58, 104, Alex.Aet.3.20, A.R.3.758, Plaut.Rud.1319, Colluth.127, Hsch., AB 230.22, Sud.
2 cuenco o copa para beber agua o vino, Antiph.223.5, Longus 3.4.3.
3 tonel o barril de madera para el vino, Sud.
4 fig. celdilla de un panal AP 9.404 (Antiphil.).
II ref. a pers. parásito Hsch., Sud., quizás uso figurado de I.
III orn. n. de un pájaro desconocido, Isid.Etym.12.7.34.

• Etimología: Gener. interpr. como prést. sem., cf. hebr. gulla, ugarít. gl ‘vaso redondo’, pero quizá rel. c. γύαλον, etc. y gener. c. la r. *geHu̯- ‘curvo’.

Greek Monolingual

γαυλός, ο (Α)
1. αμολγεύς, καρδάρα
2. κουβάς για άντληση νερού
3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα
4. κούπα του κρασιού
5. κυψέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα, συνδέονται με τα ελλ. γωλεός «κρύπτη», γύαλον «το κοίλον, η κοιλότητα», γυρός «καμπύλος, κυρτός», αρχ. άνω γερμ. kiol «αγγείο», κ.λπ. Η γλώσσα του Ησυχίου «και τα φοινικικά πλοία γαύλοι καλούνται» δεν οδηγεί απαραίτητα σε φοινικική και σημιτική προέλευση της λ. Αλλά ο γαυλός ως ονομασία βάζου, αγγείου θα μπορούσε να είναι δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. gŭllᾱ, ουγγαρ. gl «στρογγυλό βάζο»].

Greek Monotonic

γαυλός: ὁ,
I. καρδάρα για γάλα, σε Ομήρ. Οδ.· κουβάς νερού, σε Ηρόδ.· κάθε στρογγυλό αγγείο, η κυψέλη των μελισσών, σε Ανθ.· είδος μεγάλου ποτηριού, σε Θεόκρ.
II. γαῦλος, κοίλο, φοινικικό εμπορικό πλοίο, αντίθ. προς το μακρὰ ναῦς, που χρησιμ. για τον πόλεμο, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γαυλός:1) подойник Hom.;
2) ведро Her.;
3) чашка Theocr.;
4) пчелиный улей Anth.;
5) Plut. = γαῦλος.