κάρφος

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρφος Medium diacritics: κάρφος Low diacritics: κάρφος Capitals: ΚΑΡΦΟΣ
Transliteration A: kárphos Transliteration B: karphos Transliteration C: karfos Beta Code: ka/rfos

English (LSJ)

εος, τό,

   A any small dry body, esp. dry stalk, as of the dry sticks of cinnamon, Hdt.3.111; of rice-straw, Polyaen.4.3.32, cf. Luc. Herm.33: generally, in pl., dry twigs, chips, straws, bits of wool, such as birds make their nests of, Ar.Av.643, Sophr.32, Arist.HA612b23, AP10.14 (Agath.): collectivelyin sg., A.Fr.24, Arist.HA560b8, Ath.5.187c: in sg., chip of wood, Ar.V.249; toothpick, Alciphr.1.22: prov., κινοῦσα μηδὲ κ. 'not stirring an inch', Ar.Lys.474, cf. Herod. 3.67; οὐδὲ κ. ἐβλάβη Epigr.Gr.980.9 (Philae); ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρετεῖν Ion Hist.1.    II = Lat. festuca, Plu.2.550b.    III a small piece of wood on which the watchword was written, Plb.6.36.3.    IV in pl., ripe fruit, Nic.Al.230, 491, Th.893,941.    V = τῆλις, Dsc.2.102. (σκάρφος is v.l. (perh.right) in A.l.c., Plb.l.c.: perh. cogn. with Engl. sharp.)

German (Pape)

[Seite 1332] τό (κάρφω), jeder trockene Körper, bes. Ruthen, dünnes Reisig, κεραία ξύλου λεπτή, Spähne, dünne Stengel, sing. collectiv., Aeschyl. fr. 19; im plur. vom Zimmt, Her. 3, 111; Ar. vbdt, vom Nest des Kuckuks sprechend, τὰ κάρφη καὶ τὰ φρύγανα, Av. 642; κάρφος χαμᾶθεν νῦν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Vesp. 249, etwa nimm einen Strohhalm auf u. zieh' den Docht vor; ὁρμίνοιο Nic. 892; Hesych. erkl. auch ἄχυρον; aber Polyaen. 4, 3 stellt neben einander ἀχύρων μυρίας ἁμάξας, κάρφους πεντακισχιλίας, Reisig; bei Ath. V, 187 e Spreu, Halm u. dgl.; XIII, 604 c ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν, nachher ἀποφυσᾶν; κάρφη τινὰ συνδήσαντες, Reis oder Heubündel, Luc. Hermotim. 33; – μηδὲ κάρφος κινεῖν, auch nicht einen Strohhalm bewegen, Ar. Lys. 474. – Ein Zahnstocher, Alc. 1, 22. – Bes. heißt so die Ruthe, mit welcher der Prätor den Sklaven, welchen er freispricht, berührt, Plut. de S. N. V. 4. – Bei Pol. 6, 36, 3, λαμβάνει παρὰ τῶν φυλασσόντων τὸ κάρφος, ein hölzernes Täfelchen oder Spänchen, auf welches die Parole geschrieben wurde. – Für Schale erkl. es der Schol. bei Nic. Al. 230. 491, wo es Andere = καρπός erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κάρφος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει): -πᾶν εἶδος ξύλου ἢ καλάμου λεπτοῦ, μικροῦ καὶ ξηροῦ, ἰδίως ξηρὰ καλάμη τῶν σιτηρῶν, Λατ. palea, festuca, stipula· ὁ Ἡρόδ. (3. 111) καλεῖ τὰ ξηρὰ ξύλα τοῦ κινναμώμου (τῆς κανέλλας) κάρφεα (ἔχει δὲ ἡ λέξις αὕτη περίεργον ὁμοιότητα πρὸς τὸ Ἀραβικὸν ὄνομα τοῦ κινναμώμου kerfet, kirfah, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀβασηνοί)· ἐπὶ τοῦ καυλοῦ τῆς ὀρύζης, Πολύαιν. 4. 3, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 33· - ἀκολούθως, καθόλου ἐν τῷ πληθ., ξηροὶ κλάδοι ἢ κλῶνες, τεμάχια ξύλου, ἄχυρα, τρίχες ἐρίου καὶ τὰ τοιαῦτα, δι’ ὧν τὰ πτηνἀ κατασκευάζουσι τὰς φωλεὰς αὑτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, πρβλ. Σώφρωνα παρὰ Δημητρ. Φαληρ. § 147 (Ρήτορες Walz τ. 9. σ. 68), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20, Ἀθήν. 187C· - ἐν τῷ ἑνικῷ, ξυλάριον, πελεκοῦδι, κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Ἀριστοφ. Σφ. 249· - παροιμ., μηδὲ κάρφος κινεῖν, διατελεῖν ἐν παντελεῖ ἠρεμίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 474· ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν Ἀθήν. 604C. ΙΙ. = καρπίς, Πλούτ. 2. 550Β· οὐδὲ κ. ἐβλάβη, οὐδόλως, οὐδὲ κατὰ μικρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924. ΙΙΙ. πινακίδιον ξύλινον, ἐφ’ οὗ τὸ σύνθημα ἦτο γεγραμμένον, Πολύβ. 6. 36, 3. IV. ἐν τῷ πληθ., ὥριμος καρπὸς (ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστ. τὸ δέρμα, δηλ. ὁ φλοιὸς τοῦ καρποῦ), Νικ. Ἀλεξιφ. 230, 491, Θηρ. 893, 941· πρβλ. καρφεῖα. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ κάρφω. Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ σκαρφίον, σκαρφάω, σκαρῖφος).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 brin de paille, fétu ; τὰ κάρφη brindilles;
2 baguette dont le préteur touchait les esclaves pour les affranchir.
Étymologie: cf. καρφόω et καρπός.

English (Strong)

from karpho (to wither); a dry twig or straw: mote.

English (Thayer)

καρφεος (καρφους), τό (from κάρφω to contract, dry up, wither), a dry stalk or twig, a straw; chaff (A. V. mote): Aeschylus and Herodotus down.)

Greek Monolingual

το (AM κάρφος) κάρφω
1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.)
2. ξερό κλαδί
νεοελλ.
φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών»
i) είναι αντικείμενο φθόνου
ii) (για τέχνη) τερατούργημα
(μσν. -αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος ἐβλάβη» — δεν τον έβλαψε ούτε ελάχιστα
αρχ.
1. ραβδί με το οποίο οι Ρωμαίοι πραίτορες ακουμπούσαν τους δούλους όταν τους κήρυσσαν ελεύθερους
2. ξύλινη πινακίδα στην οποία ήταν γραμμένο σύνθημα («κἄν μὲν εὕρῃ τοὺς φυλάττοντας τὴν πρώτην ἐγρηγορότας, λαμβάνει παρὰ τούτων τὸ κάρφος», Πολ.)
3. οδοντογλυφίδα
4. ώριμος καρπός
5. ξυλαράκι, πελεκούδικάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.)
6. παροιμ. «κινοῡσα μηδὲ κάρφος» — η οποία διατελούσε σε πλήρη ηρεμία.

Greek Monotonic

κάρφος: -εος, τό, ξερό κοτσάνι, καλάμι, Λατ. palea, stipula, ξύλινο πελεκούδι, σκλήθρα ξύλου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., τα ξηρά ξύλα της κανέλας, σε Ηρόδ.· ξερά κλαδιά, κλωνάρια, ξύλινα πελεκούδια, καλάμια, τρίχες από μαλλί, υλικά με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρφος - εος, contr. -ους, τό [~ κάρφω] droog stukje hout takje, strootje, stokje; splinter:; τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου; de splinter in het oog van je broeder NT Mt. 7.3; spreekw.. κινεῖν μηδὲ κάρφος geen vin verroeren Aristoph. Lys. 474.