δάμαρ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
[ᾰ], αρτος, ἡ, (
A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.
German (Pape)
[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δάμαρ: [ᾰ], αρτος, ἡ, (δαμάω) σύζυγος, γαμετή, Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· κυρίως ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. δαμάζω ΙΙ), ἐνῷ ἡ παρθένος ἐλέγετο ἀδάμαστος, ἀδμής.
French (Bailly abrégé)
δάμαρτος (ἡ) :
femme mariée, épouse.
Étymologie: R. Δαμ, v. δαμάζω.
Syn. γαμετή, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
English (Autenrieth)
δάμαρτος (δάμνημι): wife, always w. gen. of the husband. Cf. opp. παρθένος ἄδμης.
English (Slater)
δᾰμαρ
1 wife δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου (N. 4.57) ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ Helen (N. 7.28)
Spanish (DGE)
(δάμᾰρ) -αρτος, ἡ
• Prosodia: [δᾰ-]
mujer casada, esposa, mujer legítima, Il.3.122, 14.503, Od.4.126, 24.125, h.Ap.212, Pi.N.4.57, A.Pr.834, S.OT.930, ἣν ἂν ἐγγυήσῃ ἐπὶ δικαίοις δάμαρτα εἶναι a la que haya prometido conforme a derecho convertir en esposa legítima Sol.Lg.48b, cf. 20, E.Hec.493, Ar.Th.912, Eup.171, Lex en Lys.1.30, Arist.Mir.843b30, Call.Fr.285, A.R.3.269, 4.368, Lyc.57, 750, TAM 3.590.4 (Termeso, imper.), AP 7.378 (Apollonid.), Q.S.11.22, AP 14.124 (Metrod.), Nonn.D.8.251, 40.25, 44.174
•de la hembra de un pez, Opp.H.4.175. • DMic.: da-ma-te (?).
• Etimología: Prob. neutr. en *-r- de la r. en grado ø *d°Hu̯3m- ‘casa’, ‘familia’; cf. het. dammara, ai. dāra-; c. otra vocalización mic. du-ma δύμαρ < *dHu̯3°m-, y en grado pleno *deHu̯3- > δῶμα.
Greek Monolingual
δάμαρ (-αρτος), η (Α)
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάμαρ (-αρτος) (< dm-) συνδέεται με τη λ. δόμος «σπίτι» (< dom-), αλλά διχάζονται οι απόψεις για το τελικό -αρ
άλλοι θεωρούν τον τ. δάμαρ ως αρχ. ουδέτερο παρεκτεταμένο τ. με -γ- και επίθημα -t- (πρβλ. μέλι-μέλιτος), που με μεταβολή γένους έγινε θηλυκό, ήτοι δαμ-αρ-τ- < dm-r-t-. Κατ' άλλους, πρόκειται για σύνθετη λ. με β' συνθετικό τη ρίζα -αρ- (αραρίσκω) «συνάπτω, ταιριάζω» και επίθημα -t-: δαμ-αρ-τ- < dam-ar-t. Η λ. δάμαρ, που απαντά στον Όμηρο και σε άλλους ποιητές, ενώ σπανίως απαντά στους Αττικούς, δηλώνει τη νόμιμη σύζυγο (πρβλ. χετ. dammara, αρχ. ινδ. dārā «παντρεμένη γυναίκα») και στον Όμ. συνοδεύεται πάντα από το όνομα του συζύγου (πρβλ. «Αντηνορίδαο δάμαρτι»)].
Greek Monotonic
δάμαρ: [ᾰ], -αρτος, ἡ (δαμάζω), γυναίκα, σύζυγος, συμβία, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάμαρ -αρτος, ἡ [~ δόμος, ἀραρίσκω?] echtgenote.
Russian (Dvoretsky)
δάμᾰρ: αρτος (δᾰ) ἡ супруга, жена (Ὀδυσσῆος Hom.; Ἀκάστου Pind.; Διός Aesch.; Πριάμου Eur.).