ἐκδαπανάω
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
A exhaust, χορηγίας Plb.21.10.9 ; προσόδους Id.24.7.4, cf. PBaden19.19 (ii A.D.) ; τὸ αἷμα, τὸ ὑγρόν, Gal.10.192, 15.86 : metaph., τὰς προθυμίας εἰς τοὺς ἐχθρούς J.AJ15.5.1 ; τὸν θυμὸν εἴς τινας Lib.Decl.37.30 :—Pass., ἐκδεδαπανῆσθαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2 Ep.Cor.12.15.
German (Pape)
[Seite 756] verstärktes simplex, Pol. 21, 8, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδᾰπᾰνάω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δαπανάω, Πολύβ. 21. 8, 9, κτλ.
Spanish (DGE)
(ἐκδᾰπᾰνάω) 1 agotar, consumir del todo, eliminar τὸ μὲν γὰρ ὑγρὸν ἅπαν ἡ καῦσις ἐκδαπανᾷ Arist.Fr.225, cf. Gal.10.495, εἰ δὲ προαφεψήσας τις τὸ γάλα τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσειεν Gal.6.682, cf. 10.192, τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις μεγάλας τραχύτητας Aët.2.190
•en v. pas. c. giro prep. ser consumido, agotado en ἐκδαπανᾶται γὰρ ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου εἰς τὸ ἀφανές del alma, Zeno Stoic.1.146, εἰς κέρατα ... τὸ πλῆθος ἐξεδαπανᾶτο τῶν περιττωμάτων Gal.3.602, cf. Alex.Trall.1.447.15, ἡ καπνώδης ἀναθυμίασις εἰς τὸν γαλαξίαν ἐκδαπανᾶται Olymp.in Mete.66.1, κατὰ τὴν ὄπτησιν ἐξεδαπανήθη πᾶν τὸ ὑγρὸν ἐξ αὐτοῦ Gal.15.86, τὸ περιεχόμενον ἐν ταῖς σαρξὶν ὑγρὸν ἐκδαπανᾶσθαι προσήκει Gal.10.199, τὸ πνεῦμα ... ἐκδαπανηθὲν ἐν ταῖς προτέραις ἐπιδρομαῖς Longus 1.32.4, de una pers. διὰ τῶν ἰχώρων ἐκδαπανώμενον Gr.Nyss.Apoll.211.11, abs. (τὸ σῶμα) τοῦτο παθὸν καὶ ἐκδαπανηθέν Alex.Aphr.Pr.2.67 (p.76).
2 de un mineral desbastar τὸ ... γεῶδες διὰ τῆς ἀκόνης ἐκδαπανήσαντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.2.
3 gastar totalmente de recursos, dinero, etc. τὰς τῶν ἰδίων συμμάχων χορηγίας καὶ παρασκευάς Plb.21.10.9, τὰς προσόδους Plb.24.7.4, cf. 25.4.7, PBaden 19.19 (II d.C.), πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ Iren.Lugd.Haer.1.4.3, (τὸν βίον) εἰς χορηγίας καὶ τριηραρχίας ἐξεδαπάνησα Longus 4.35.3
•c. ac. int. πλέον ἐκδαπανῶν haciendo mayor gasto, AP 11.357 (Pall.)
•en v. pas. πάντων αὐτοῖς ἐκδαπανηθέντων D.C.74.12.3.
4 fig., c. ac. de abstr. acabar con, consumir τάς τε γὰρ προθυμίας εἰς τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς ἐκδαπανήσαντες consumiendo sus energías en los enemigos reconocidos I.AI 15.117, cf. Lib.Decl.37.30, ἐκδαπανῆσαι τὸ ἀλλότριον eliminar lo ajeno Mac.Aeg.Serm.B 3.6.4
•de pers., en v. med.-pas. desgastarse, quedar exhausto ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2Ep.Cor.12.15.
English (Strong)
from ἐκ and δαπανάω; to expend (wholly), i.e. (figuratively) exhaust: spend.
English (Thayer)
(future ἐκδαπανήσω); 1future passive ἐκδαπαναθήσομαι; to exhaust by expending, to spend wholly, use up: τάς προσόδους, Polybius 25,8, 4. Passive reflexively, to spend oneself wholly: followed by ὑπέρ τίνος, of one who consumes strength and life in laboring for others' salvation, Kypke at the passage; (Sophocles' Lexicon, under the word).
Russian (Dvoretsky)
ἐκδᾰπᾰνάω: расходовать до конца, растрачивать (χορηγίαι ἐκδεδαπανημέναι Polyb.): ἐκδαπανηθ ήεσθαι ὑπέρ τινος перен. NT отдавать себя целиком для кого-л.