παιπάλη

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιπᾰλη Medium diacritics: παιπάλη Low diacritics: παιπάλη Capitals: ΠΑΙΠΑΛΗ
Transliteration A: paipálē Transliteration B: paipalē Transliteration C: paipali Beta Code: paipa/lh

English (LSJ)

ἡ (redupl. from πάλη (B))

   A the finest flour or meal, Ar.Nu.262; π. ἀλφίτων Apollon. ap. Gal. 12.502, v.l. in Dsc.3.39: metaph., λέγειν γενήσει . . παιπάλη, i. e. a subtle talker, Ar.Nu.260, cf. sq. and πασπάλη.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.

Greek (Liddell-Scott)

παιπάλη: [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ πάλη, ἴδε πάλλω (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον ἄλευρον, ἡ ἄχνη, Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. πασπάλη), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., παιπάλη λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, αὐτόθι 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ πασπάλη. - Καθ’ Ἡσύχ: «παιπάλη· ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 fleur de farine ; poussière très menue;
2 fig. homme très fin, insaisissable : παιπάλη λέγειν AR être une fine langue.
Étymologie: R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer.

Greek Monolingual

η (Α παιπάλη)
1. πολύ ψιλό αλεύρι
2. λεπτότατη σκόνη, άχνη
αρχ.
φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο αλεύρι, άχνη» αντιστοιχεί κατά μία άποψη με το ρ. παιπάλλω «σείω, τινάσσω» (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλλω). Η λ. επίσης με την μτφ. της σημ. «τρίμμα, σόφισμα» (πρβλ. παιπάλημα) χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άνθρωπο πανούργο, λεπτολόγο, σοφιστή και μ' αυτήν τη σημ. έχει περάσει και στα παράγωγα παιπάλιμος, παιπαλώ, παιπαλώδης. Προβλήματα ωστόσο γεννά τόσο η σημασιολογική όσο και η ετυμολογική σχέση της λ. παιπάλη με το ομηρ. επίθ. παιπαλόεις (πρβλ. δυσπαίπαλος, παίπαλον) που οι αρχ. λεξικογράφοι απέδωσαν ως «ανώμαλος, τραχύς, βραχώδης». Με βάση τη σημ. αυτή, έχουν προταθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολόγηση του επιθ., περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες, που διαχωρίζουν το επίθ. παιπαλόεις από το ουσ. παιπάλη. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επίθ. παιπαλόεις ανάγεται σε αμάρτυρο τ. παίπαλος με σημ. «πτυχή», που προϋποθέτει ρίζα pele- «γυρίζω», η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα τών επιθ. διπλόος / διπλός, απλός κ.λπ. Κατ' άλλους ο αμάρτυρος τ. παίπαλος έχει τη σημ. «οξύς, μυτερός, σχισμώδης» και συνδέεται με το ρ. πάλλω, ενώ κατ' άλλους η σημ. του τ. «σχισμή, πτυχή» προέρχεται από τη σύνδεσή του με το ρ. παιπάλλω «σείω» και προϋποθέτει την έννοια του σεισμού. Από το άλλο μέρος, όμως, η υπόθεση ότι αρχική σημ. του επιθ. παιπαλόεις είναι «σκονισμένος» (για δρόμους και μονοπάτια) επιτρέπει τη σημασιολογική και ετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. παιπάλη. Το γεγονός, πάντως, ότι το επίθ. παιπαλόεις χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην ποίηση και μάλιστα στην Ομηρική δικαιολογεί ίσως τη σημασιολογική παρέκκλιση που παρουσιάζει].

Greek Monotonic

παιπάλη: [ᾰ], (αναδιπλ. από πάλη, Λατ. pollen), το πολύ αλεσμένο αλεύρι ή κριθάρι, Λατ. flos farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παιπάλη: (πᾰ) ἡ
1) мука тончайшего помола Arph.;
2) тонкая штучка, величайший искусник: λέγειν π. Arph. ловкий говорун.