πίμπρημι
English (LSJ)
pres. and impf. non-thematic; imper.
A πίμπρη E.Ion 527, 974; part. nom. pl. πιμπράντες Th.6.94; inf. πιμπράναι A.Pers. 810, E.Tr.81, (ἐμ-) Plb.11.5.6, etc.: impf. ἐν-επίμπρην Th.6.94; 3pl. ἐνεπίμπρασαν X.HG6.5.32 :—other tenses formed from πρήθω (q. v.): fut. πρήσω A.Th.434, (ἐμ-) Il.9.242, etc.: aor. ἔπρησα 2.415, E.Andr.390, etc.; 3sg. shortd. ἔπρεσε Hes.Th.856: pf. πέπρηκα (ὑπο-, ἐμ-, κατα-) Hp.Ep.17, Alciphr.1.32, D.C.59.16:—Med., Nic.Al.345: aor. ἐπρησάμην (ἐν-) Q.S.5.485:—Pass., fut. πρησθήσομαι LXXNu.5.27; πεπρήσομαι (v.l. πρήσομαι (ἐμ-)) Hdt.6.9: aor. ἐπρήσθην Hp.Nat.Mul.10, Amphis 30.10 (dub.), (ἐν-) Hdt.8.55, Pl.Grg.469e: pf. (ἐμ-) πέπρησμαι Hdt.8.144, Paus.2.5.5; but πέπρημαι is the Att. form acc. to Phot. s.v. σέσωται, and ἐμ-πέπρημαι is found in Ar.V.36 cod. Rav.; imper. πέπρησο Pherecr.80.—Collat. pres. ἐμ-πιπράω (v. ἐμπίμπρημι).—In the compd. ἐμπίμπρημι (q. v.; more freq. in Prose) the second μ is sts. dropped, as ἐμπίπρημι; but returns with the augm., as ἐνεπίμπρασαν; cf. πίμπλημι :—burn, burn up, γῆν . . πυρὶ πρῆσαι κατάκρας S.Ant.201, cf.E.Tr.81; πρῆσαι δὲ πυρὸς . . θύρετρα Il.2.415, cf.9.242 (v.l.); without πυρί or πυρός, Hes.Th.856; πρήσω πόλιν A.Th.434, cf. Pers.810; δῶμα E.Andr.390, etc.:—Pass., πίμπραμαι to be burnt, Ar.Lys.341; πέπρησο burn with fever, Pherecr. 80, cf. SIG1180.10 (Cnidus); of wounds, to be inflamed, Nic.Th.306 (but intr. in Act. πίμπρησι δὲ χείλη Id.Al.438): metaph., ἐπί τινι πίμπρασθαι Luc.Jud.Voc.8; ἐπὶ Ῥωμαίοις App.Ital.3. II= πρήθω 1.1, blow up, distend, in Pass., Hp.Nat.Mul.10, Flat.8, Nic.Al. 477, Act.Ap.28.6 (v.l.); ἐπέπρητο ὅλα IG42(1).122.123 (Epid.) :—Act., Arist.HA522b28, Dsc.4.32. (Cf. Russ. prèt' 'sweat', 'stew'.)
German (Pape)
[Seite 616] im Präs. u. Impf. ganz nach ἵστημι, die übrigen tempp. s. unter πρήθω (über das Wegfallen des μ der Reduplication vgl. ἐμπίπρημι), entzünden, verbrennen; πιμπράναι νεώς, Aesch. Pers. 796; ναῦς πιμπράναι πυρί; Eur. Troad. 81; πίμπρη, Ion 527; ἐπίμπρας Ἐρεχθέως δόμους, 1293; πιμπράμενος, Ar. Lys. 341; in Prosa selten, οὐ μετρίως ἐπὶ τούτοις πίμπραμαι, Luc. iud. voc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πίμπρημι: κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., ὡς τὸ ἵστημι· προστ. πίμπρι Εὐρ. Ἴων 527, 974, ἀπαρέμφ. πιμπράναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ., κλ.· παρατατ. ἐνεπίμπρην Θουκ. 6. 94, Ξεν.· ― οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ πρήθω (ὅπερ ἔχει καὶ ἰδίαν σημασίαν ἴδε ἐν λέξ.): ― μέλλ. πρήσω Ἀττ., (ἐμ-) Ὅμ.: ― ἀόρ. ἔπρησα, Ἐπικ. πρῆσα, Ὅμ., Ἀττ. γ΄ ἑνικ. συντετμ. ἔπρεσε Ἡσ. Θ. 856· ― πρκμ. πέπρηκα (ἐμ-, κατα-, ὑπο-) Ἀλκίφρων, κλ, ― Μέσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 345· ἀόρ. ἐπρησάμην (ἐν-) Κόϊντ. Σμ. 5. 485. ― Παθητ., μέλλ. πρησθήσομαι Ἑβδ.· ὡσαύτως πεπρήσομαι ἢ πρήσομαι (ἐμ-) Ἡρόδ. 6. 9: ― ἀόρ. ἐπρήσθην Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 10, Ἱππ. 566. 22, (ἐν-) Ἡρόδ., Ἀττ. ― πρκμ. (ἐμ-) πέπρησμαι Ἡρόδ. 8. 144, Παυσ., κλ., (ἀλλὰ πέπρημαι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος κατὰ τὸν Φώτ., πρβλ. πρήθω, ἐμπρήθω)· προστ. πέπρησο, ἴδε κατωτ. ― Ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἰσοδύναμος ἐνεστ. ἐμπιπράω (ὃ ἴδε). ― Ἐν τῷ συνθέτῳ ἐμπίμπρημι τὸ δεύτερον μ ἐκπίπτει πρὸ τοῦ πρ-: ἐμπίπρημι (ὅπερ καὶ εἶναι ἐν κοινῇ χρήσει, τοῦ ἁπλοῦ μηδέποτε ἀπαντῶντος)· ἀλλ’ ἐπανέρχεται μετὰ τῆς αὐξήσεως, οἷον ἐνεπίμπρασαν· πρβλ. πίμπλημι. (Ἐκ τῆς √ΠΡΑ˘, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀπαρ. πιμπράναι· πρβλ. πρήθω, πρηστήρ. Δὲν δυνάμεθα ν’ ἀποφύγωμεν τὸ νὰ παραβάλλωμεν αὐτὴν πρὸς τὸ Γοτθ. brinnan, Γερμ. brennen, κτλ., ἂν καὶ τὰ ἀρκτικὰ σύμφωνα δὲν συμβιβάζωνται πρὸς τὸν κοινὸν κανόνα τῆς ἐναλλαγῆς, ἴδε Pott. 2, σ. 212) Καίω, κατακαίω, γῆν... πυρὶ πρῆσαι κατάκρας Σοφ. Ἀντ. 201, πρβλ. ἐμπίπρημι· ὡσαύτως, πρῆσαι δὲ πυρός... θύρετρα Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Ι. 242· καὶ ἄνευ τοῦ πυρὶ ἢ πυρός. Ἡσ. Θ. 856· πρήσω πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 434, πρβλ. Πέρσ. 810 Εὐρ., κτλ.· ― Παθ. πίμπραμαι, καίομαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 341· πέπρησο καὶ βόα, καίου (ἐκ τοῦ πυρετοῦ) καὶ βόα, Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλοις» 1· οὕτως ἐπὶ τραύματος, φλεγμαίνω, φλογίζομαι, Νικ. Θηρ. 306· ἐπί τινι πίμπρασθαι Λουκ. Δίκη φων. 8. ΙΙ = πρήθω Ι. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 3. 21, 4.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπίμπρην, f. πρήσω, ao. ἔπρησα, pf. πέπρηκα;
Pass. ao. ἐπρήσθην, pf. πέπρημαι et πέπρησμαι;
brûler, incendier : πόλιν ESCHL une ville ; πυρί SOPH mettre un pays à feu et à sang ; ou avec le gén. : πυρὸς θύρετρα IL détruire des portes par le feu ; fig. s’enflammer (de colère) : ἐπί τινι au sujet de qch.
Étymologie: R. Πρα, avec redoubl. πι-μ-πρα- ; cf. πρήθω.
English (Strong)
a reduplicated and prolonged form of a primary preo which occurs only as an alternate in certain tenses); to fire, i.e. burn (figuratively and passively, become inflamed with fever): be (X should have) swollen.
Greek Monolingual
Α
1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ.
β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ' ἄκρας», Σοφ.
γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.)
2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.)
3. πρήθω. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα («κύτισος μὲν ὁ ἀνθῶν οὐ συμφέρει πίμπρησι γάρ», Αριστοτ.)
4. μέσ. πίμπραμαι
εξάπτομαι, εξοργίζομαι
5. παθ. φουσκώνω, πρήζομαι («πρησθήσεται τὴν κοιλίαν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Το ρ. πί-μ-πρη-μι (πρήσω, ἔπρησα, πρησθῆναι, πρήθω), με ενεστωτικό διπλασιασμό πι-και έρρινο ένθημα -μ- έχει σχηματιστεί παράλληλα προς το ρ. πί-μ-πλη-μι (πλήσω, ἔπλησα, πλησθῆναι, πλήθω). Η σύνδεση του ρ. με τα διαφορετικού σχηματισμού αρχ. ινδ. prόthati «φουσκώνω» και αρχ. νορβ. frūsa «φουσκώνω» είναι αμφίβολη. Από το ρ. πίμπρημι έχουν παραχθεί τα ἐμ-πρηστής, ἐμ-πρησμός, πρῆσμα, ενώ το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα σύνθ.: βου-πρήστις και κυνό-πρηστις. Το ρ. πίμπρημι, τέλος, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σημ., με πιο διαδεδομένη την «πυρπολώ, καίω», απ' όπου πιθ. η «αναβλύζω, φουντώνω, αναπηδώ, φυσώ, φουσκώνω» και εν συνεχεία «εξογκώνω, πρήζω» (βλ. λ. πρήζω, πρήθω)].
Greek Monotonic
πίμπρημι: στον ενεστ. και παρατ., όπως ἵστημι· προστ. πίμπρη, απαρ. πιμπράναι, παρατ. ἐπίμπρην· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το πρήθω (το οποίο έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία, βλ. αυτ.), μέλ. πρήσω, αόρ. αʹ ἔπρησα, Επικ. πρῆσα, Επικ. γʹ ενικ. συντετμ. ἔπρεσε — Παθ., μέλ. πεπρήσομαι ή πρήσομαι, αόρ. αʹ ἐπρήσθην, παρακ. πέπρησμαι (από √ΠΡΑ)· καίω, κατακαίω, πυρός, με φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρί, σε Σοφ.· απόλ., σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίμπρημι, in bet. 1 ook them. praes. πρήθω; med. πίμπραμαι,\n imperf. later ἐπίμπρων, imperat. πίμπρη, ptc. πιμπράς, plur. πιμπράντες, inf. πιμπράναι; aor. ἔπρησα, pass. ἐπρήσθην; perf. πέπρηκα in compos.; med.-pass. πέπρησμαι en πέπρημαι doen opbollen, doen opzwellen (door blazen):; ἔπρησεν δ ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον de wind liet het zeil in het midden opbollen Od. 2.427; doen opwellen, laten stromen:; τὸ ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε dat (bloed) spoot hij uit zijn mond naar boven en uit zijn neusgaten naar beneden Il. 16.350; pass. opzwellen:. αἱ φλέβες... πρησθεῖσαι τὸν πόνον ἐμποιέουσι als de aderen gezwollen zijn, veroorzaken zij ongemak Hp. Flat. 8; προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν πίμπρασθαι zij verwachtten dat hij zou opzwellen NT Act. Ap. 28.6. aansteken, in brand steken (vaker ἐμπίμπρημι, zie daar): vaak π. πυρός of πυρί:; πρίν... με... πρῆσας... πυρὸς δηΐοιο θύρετρα voordat ik de deur met een verwoestend vuur in brand heb gestoken Il. 2.415; γῆν... πυρὶ πρῆσαι het land in brand steken Soph. Ant. 201; πρήσαντες οἴκους τούσδε κατθανούμεθα nadat we dit huis in brand hebben gestoken, zullen wij sterven Eur. Or. 1150; overdr., pass..; πίμπραμαι ik word witheet van woede Luc. 16.8; geneesk., pass. ontstoken raken, ontsteken. Hp.
Russian (Dvoretsky)
πίμπρημι: и πιμπράω (impf. ἐπίμπρην, fut. πρήσω, aor. ἔπρησα, pf. πέπρηκα; inf. πιμπράναι; pass.: aor. ἐπρήσθην, pf. πέπρη(σ)μαι) жечь, воспламенять, сжигать (τι πυρός Hom. и τι πυρί Soph.; πόλιν Aesch.); pass. быть сжигаемым Arph., заболевать воспалением (πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν νεκρόν NT) или распаляться гневом (ἐπί τινι Luc.).