ὑποκλύζω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6. II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s. v. l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.
German (Pape)
[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Uebertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».
French (Bailly abrégé)
1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.
Greek Monolingual
ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].
Greek Monotonic
ὑποκλύζω: μέλ. -ύσω, καθαρίζω από το κάτω μέρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλύζω: 1) (о море) подмывать, размывать (χθονὸς ἕδρανα Anth.);
2) мед. промывать (τὸ σῶμα Plut.);
3) перен. наводнять, захлестывать (sc. τὴν ψυχήν Luc.).