θοῦρος

From LSJ
Revision as of 01:17, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοῦρος Medium diacritics: θοῦρος Low diacritics: θούρος Capitals: ΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: thoûros Transliteration B: thouros Transliteration C: thoyros Beta Code: qou=ros

English (LSJ)

ον, (θρῴσκω)

   A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epith. of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); Τυφών A.Pr.356, cf. Fr.199; δόρυ E.Rh.492; ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14:—fem. θοῦρις, ῐδος, ἡ, epith. of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θ. ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32; αἰγίς 15.308.

German (Pape)

[Seite 1215] (θορεῖν), anstürmend, anspringend; Ἄρης, der im Kriege auf den Feind muthig eindringt, Il 15, 127 u. öfter; Eur. Suppl. 579; Τυφών Aesch. Prom. 354; δόρυ Eur. Rhes. 492; Ap. Rh. 1, 466.

Greek (Liddell-Scott)

θοῦρος: ὁ, (√ΘΟΡ, θρώσκω), ὁρμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· δόρυ Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. θοῦρις, ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ ἀλκή, Ὀδ. Δ. 527, καὶ συχν. ἐν Ἰλ.· ὡσαύτως θοῦρις ἀσπίς, πιθν. ἡ ἀσπίς, μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance, impétueux.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

English (Autenrieth)

and θοῦρις, ιδος (θρώσκω): impetuous, rushing.

Greek Monolingual

θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].

Greek Monotonic

θοῦρος: ὁ (πρβλ. θρῴσκω), ορμητικός, βίαιος, παράφορος, άγριος, μαινόμενος, πολεμικός, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θοῦρος: θρῴσκω стремительный, неистовый, неукротимый (Ἄρης, ἀλκή Hom.; Τυφῶν Aesch.; δόρυ Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: rushing, impetuous, furious (Il.),
Derivatives: θοῦρις, -ιδος f. (Hom., H.), θουράς (Nic., Lyc.; cf. Chantraine Formation 354f.); formal lengthening θούριος id. (trag.; Chantraine 37); also θουραῖος, θουρήεις a. o. (H.); denomin. ptc. pl. f. θουρῶσαι (θουράω) with acc. rushing towards (Lyc. 85).
Origin: IE [Indo-European] [256] *dʰerh₃- jump (on)
Etymology: From *θόρ-Ϝος, either directly from the aorist θορεῖν or as transformation of an u-stems *θόρ-υ-ς (cf. μανός < *μαν-Ϝ-ός, στενός < *στεν-Ϝ-ός a. o.); s. Bechtel Lex. s. v. - Not to ἀθύρω (s. v.) (Persson Stud. 59); or to θύω (Ehrlich KZ 39, 571).