πλησίον
French (Bailly abrégé)
adv.
v. πλησίος.
English (Strong)
neuter of a derivative of pelas (near); (adverbially) close by; as noun, a neighbor, i.e. fellow (as man, countryman, Christian or friend): near, neighbour.
English (Thayer)
(neuter of the adjective πλησίος, πλησια, πλησίον), adverb, from Homer down, near: with a genitive of place (cf. Winer's Grammar, § 54,6), ὁ πλησίον namely, ὤν (cf. Buttmann, § 125,10; Winer s Grammar, 24) (the Sept. very often for רֵעַ ; sometimes for עָמִית), properly, Latin proximus (so Vulg. in the N. T.), a neighbor; i. e.
a. friend: any other person, and where two are concerned the other (thy fellow- Prayer of Manasseh , thy neighbor) i. e., according to the O. T. and Jewish conception, a member of the Hebrew race and commonwealth: in L T Tr WH in πλησίον εἶναι τίνος, to be near one (one's neighbor), i. e. in a passive sense, worthy to be regarded as a friend and companion, Buttmann, § 129,11; Winer's Grammar, § 19 at the end).
Greek Monolingual
ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίον
επίρρ.
1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.)
2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίον
εκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος («ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ΠΔ)
3. (με το άρθρ. και τών τριών γενών ως άκλ. επίθ.) ο, η, το πλησίον
αυτός που κείται ή βρίσκεται κοντά (α. «η πλησίον οικία» β. «ἐν ταῑς πλησίον κλίναις», Πλάτ.)
αρχ.
(με το αρσ. αρθρ. ως επίθ.) ὁ πλησίον
α) γείτονας κάποιου
β) συγγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίον, ουδ. του επιθ. πλησίος].
Russian (Dvoretsky)
πλησίον: I дор. πλᾱτίον adv. поблизости, близко (κυρεῖν Soph.): (οἱ γεωργοί), ὅσοι π. ἐγεώργουν Plat. земледельцы, живущие по соседству (досл. которые рядом обрабатывали землю); ὁ π. Plat., Xen. ближний, сосед; αἱ π. κῶμαι Xen. соседние (окрестные) деревни.
II praep. cum gen. и dat. близ, недалеко от (στρατοπεδεύεσθαι π. τινός Her.; τοῦ χωρίου NT; προσέρχεσθαι π. τινί Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησίον adv. van πλησίος.