ἀγνωσία
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ,
A ignorance, Hp. VM9, Demetr.Lac.Herc.1055.15; συμφορᾶς ἀ. E.Med.1204; κέρδος ἐν κακοῖς ἀ. Id.Fr.205; διὰ τὴν ἀλλήλων ἀ. Th.8.66; opp. γνῶσις, Pl.Sph.267b: c. gen., θεοῦ LXX Wi.13 1, 1 Ep.Cor.15.34. 2 lack of acquaintance, Luc.Tim.42. II being unknown, obscurity, Pl.Mx.238d.
German (Pape)
[Seite 19] ἡ, Unkenntniß, Unbekanntschaft, Eur. Med. 1204; ἀλλήλων Thuc. 8, 66; der γνῶσις entgegengesetzt, Plat. Rep. V, 477 a; aber Menex. 238 d ἀγ. πατέρων, Unberühmtheit, das Nichtkennen, neben ὑπεροψία Luc. Tim. 42. – Eur. Hec. 959 = ἀπορία, Noth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνωσία: ἡ, τὸ μὴ γινώσκειν, ἄγνοια, Ἱππ. Ἀρχ. ἰητρ. 11· συμφορᾶς ἀγν., Εὐρ. Μήδ. 1204· διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγν., ἐπειδὴ δὲν ἐγίνωσκον ἀλλήλους, Θουκ. 8. 66. ― Ἀπολ., ἀντίθετον τῷ γνῶσις, Πλάτ. Σοφ. 267Β. ΙΙ. τὸ εἶναι ἄγνωστον, ἀφάνεια, Πλάτ. Μενέξ. 238D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ignorance;
2 SEPT manque de perception spirituelle ; méconnaissance ; discours ignorant.
Étymologie: ἀγνώς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.VM 9
1 ignorancia, desconocimiento δι' ἀγνωσίην ... ἀπολέσαντες τὴν ναῦν Hp.l.c., κέρδος δ' ἐν κακοῖς ἀ. la ignorancia en los males es un bien E.Fr.205, cf. Luc.Tim.42, c. gen. ἀλλήλων ἀ. Th.8.66, συμφορᾶς E.Med.1204, τῆς ἐκτὸς θαλάσσης Plb.16.29.12, τῆς φύσεως τῶν ὄντων Demetr.Lac.Herc.1055.19.8, τῶν χωρίων D.C.36.48.3, τῶν νοητῶν Plot.5.5.2.
2 incertidumbre, inseguridad en cosas divinas o místicas ὡς ἀγνωσίᾳ σέβωμεν αὐτούς (θεούς) E.Hec.959
•c. gen. θεοῦ LXX Sap.13.1, 1Ep.Cor.15.34, Corp.Herm.1.27, ὀνόματος αὐτοῦ 1Ep.Clem.59.2
•op. γνῶσις no conocimiento, imposibilidad de conocimiento ἐπὶ τῷ ὄντι γνῶσις ... ἀ. δ' ... ἐπὶ τῷ μὴ ὄντι Pl.R.477a, cf. Sph.267b, ἀ. τοῦ κριτηρίου carácter incierto, inseguridad S.E.M.7.343.
3 oscuridad, baja clase social, ignominia οὔτε πενία οὔτ' ἀγνωσία πατέρων Pl.Mx.238d, ἀνύποπτος τῇ ἀγνωσίᾳ Philostr.Ep.8.
English (Abbott-Smith)
ἀγνωσία, -ας, ἡ (< γινώσκω), [in LXX: Jb 35:16 (בִּבְלִי־דַּעַת), Wi 13:1, III Mac 5:27 *;]
ignorance (opp. to γνῶσις): I Co 15:34, I Pe 2:15 (v. Hort in l.; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as negative particle) and γνῶσις; ignorance (properly, the state): ignorance, not the knowledge.
English (Thayer)
(ας, ἡ (γνῶσις), want of knowledge, ignorance: Wisdom of Solomon 13:1).
Greek Monotonic
ἀγνωσία: ἡ (ἀγνώς), άγνοια, σε Ευρ.· διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγνωσίαν, επειδή δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγνωσία: ἡ
1) незнание, неведение: ἀγνωσίᾳ τινος Eur. вследствие незнания чего-л.; διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγνωσίαν Thuc. вследствие незнакомства друг с другом;
2) неизвестность, безвестность, незнатность (πατέρων Plat.).