ἐνεργής

From LSJ
Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεργής Medium diacritics: ἐνεργής Low diacritics: ενεργής Capitals: ΕΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: energḗs Transliteration B: energēs Transliteration C: energis Beta Code: e)nergh/s

English (LSJ)

ές, later form of ἐνεργός,

   A active, effective, μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: Comp. -έστερος more effective, πρός τινα Arist.Top.105a19: Sup. -έστατος, πρός τι D.S.1.88, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.

German (Pape)

[Seite 838] ές, wirkend, thatkräftig; ζῶον πρὸς τὴν συνουσίαν ἐνεργέστατον D. Sic. 1, 88; χώρα ἐνεργεστέρα, fruchtbarer, Plut. Sol. 31. Bei Pol. oft mit ἐνεργός verwechselt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεργής: -ές, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεργός, δραστήριος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, καρποφόρος, τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
agissant, actif, efficace ; en parl. du sol productif;
Cp. ἐνεργέστερος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [sg. ac. ἐνεργέα Ecphant.Pyth.Hell.82.13]
A I1productivo ref. agr. Πεισίστρατος ... τὴν τε χώραν ἐνεργεστέραν καὶ τὴν πόλιν ἠρεμαιοτέραν ἐποίησεν Thphr.Fr.99, γῆ POxy.3205.6 (III/IV d.C.)
fig. ὅπως καὶ τὸ διὰ Ἡσαΐου εἰρημένον καρπὸν ἐνεργῆ ἔχῃ Iust.Phil.Dial.102.5.
2 eficaz, efectivo de cosas ἐνεργῆ δέ σοι τὰ βέλη πάντα ἔστω καὶ οἱ κριοὶ ... εἰς τοὺς προσήκοντας τόπους Ph.Mech.98.42, πάσας τὰς μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S.17.44, cf. 1Ep.Cor.16.9, Plu.2.1010e, τοῦτο τὸ μύρον δὸς ἐνεργὲς γενέσθαι ἐπὶ τῷ βαπτιζομένῳ Const.App.7.44.2, frec. en medic. de fármacos, Anon.Med. en POxy.1088.56, Gal.13.1046, Dsc.5.88.4, Aët.1.193, Orib.13.ψ, Hippiatr.Cant.3.7, δύναμιν ... ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπός Dsc.1.19.4, cf. Thessal.163.5
de abstr. ὁ δὲ συλλογισμὸς ... πρὸς τοὺς ἀντιλογικοὺς ἐνεργέστερον (ἐστι) Arist.Top.105a19, κατασκευή Charito 1.4.1, οἱ κύνες τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως ἐνεργεστέραν ἔχουσιν Sch.Er.Il.1.50c, cf. Ep.Philem.6, Artem.4.proem., Plot.4.4.8, Iust.Phil.Dial.96.2
en magia ὁρκίζω σε ... ποιῆσαι αὐτὸν (τὸν κατάδεσμον) ἐνεργῆ Suppl.Mag.54.32, cf. PMag.4.2976, 12.202.
3 activo, con capacidad de actuar de pers. ὁ πατὴρ ... πότε οὐκ ἦν ἐ. Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.11, de los dioses o sus imágenes, Clem.Al.Prot.4.50, τῇ ἐνεργεστάτῃ θεῷ Ἀρτέμιδι SEG 51.1579.21 (Éfeso III d.C.)
de abstr. βίος Ecphant.l.c., Iust.Phil.Dial.88.8, ἡ ... ἐκ τοῦ ὁρᾶν διάθεσις ἐνεργεστάτη ἐστίν A.D.Synt.291.9, ἡ πίστις Ath.Al.V.Anton.78.2.
4 astrol. activo, que ejerce un influjo οἱ χρόνοι οὗτοι Vett.Val.223.21, cf. 324.1, Heph.Astr.3.5.71.
II c. valor de intensidad
1 enérgico, intenso, encarnizado ἡ ναυμαχία Plb.16.14.5, cf. 11.23.2, D.S.17.22
de anim. que rebosa energía, fogoso τὸ ... ζῷον τοῦτο (ὁ τράγος) ... πρὸς τὰς συνουσίας ... ἐνεργέστατον D.S.1.88, ἵπποι Sch.Lyc.523.
2 ret. vívido, lleno de energía Demetr.Eloc.266
intenso ἐνεργέστερα ... τὰ σίνη καὶ τὰ πάθη γενήσεται Vett.Val.106.5, cf. Doroth.361.12.
B adv. -ῶς, v. ἐνεργός B.

English (Strong)

from ἐν and ἔργον; active, operative: effectual, powerful.

English (Thayer)

ἐνεργες (equivalent to ἐνεργός, equivalent to ὁ ὤν ἐν τῷ ἔργῳ (English at work)), active: θύρα ἐνεργής is spoken of, 'an opportunity for the working of the gospel'; ἐνεργής γίνομαι ἐν τίνι, in something, Aristotle), Polybius, Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ἐνεργής, -ές (Α)
μσν.
οξύς, ισχυρός
αρχ.
1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.)
2. (για φάρμακο) δραστικός
3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός.

Greek Monotonic

ἐνεργής: -ές, = ἐνεργός, λέγεται για χώρα, παραγωγικός, καρποφόρος, εύφορος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεργής: Arst., Polyb., Diod., Plut. = ἔνεργος.

Middle Liddell

ἐνεργής, ές = ἐνεργός
of land, productive, Plut.