συγκατάθεσις

From LSJ
Revision as of 01:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάθεσις Medium diacritics: συγκατάθεσις Low diacritics: συγκατάθεσις Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: synkatáthesis Transliteration B: synkatathesis Transliteration C: sygkatathesis Beta Code: sugkata/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A approval, assent, Plb.2.58.11, Phld.Rh.1.210 S., Andronic.Rhod.p.577 M., OGI 484.32 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἀντίφασις, Diog.Oen.18 (pl.); agreement, concord, 2 Ep.Cor.6.16; in legal sense, BGU194.11 (ii A.D.), etc.; flattering assent, Plu.Ant.24.    2 in Stoic philos., assent given by the mind to its perceptions, Zeno Stoic.1.39, al., cf. Plot.1.8.14, etc.; a term introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40: cf. συγκατατίθημι.    3 Gramm., affirmative, A.D. Conj.226.17, D.T.642.5; αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν σ. ποιοῦσι Sch.S.OT 1053.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Zustimmung, Beifall; καὶ ἔπαινος συνεξακολουθεῖ τοῖς πράττουσιν, Pol. 2, 58, 11; ἐπαίνου καὶ συγκαταθέσεως τυγχάνειν, 22, 9, 16, u. öfter; S. Emp. oft, wie Plut. de Stoic. repugn. a. E.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάθεσις: ἡ, ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - συμφωνία, πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. συγκατατίθημι. ΙΙ. ὑποταγή, Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, οἷον ναι, ναίχι, Διονύσ. Θρᾷξ 642, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 assentiment, approbation ; t. stoïc. accord de l’esprit avec les perceptions;
2 soumission.
Étymologie: σύν, κατατίθημι.

English (Strong)

from συγκατατίθεμαι; a deposition (of sentiment) in company with, i.e. (figuratively) accord with: agreement.

English (Thayer)

(T WH συνκαταθεσις (cf. σύν, II. at the end)), συγκαταθεσεως, ἡ (συγκατατίθημι, which see), properly, a putting together or joint deposit (of votes); hence, approval, assent, agreement, (Cicero, acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): Polybius, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

συγκατάθεσις: ἡ (συγκατατίθημι),
I. επιδοκιμασία, συμφωνία, ομοφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, αποδοχή, σε Καινή Διαθήκη
II. υποταγή, αποδοχή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάθεσις: εως ἡ
1) согласие, одобрение (ἔπαινος καὶ σ. Polyb.);
2) подчинение, уступка (ὕφεσις καὶ σ. Plut.);
3) совместное существование (τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT);
4) филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατάθεσις -εως, ἡ [συγκατατίθημι] overeenstemming, overeenkomst. instemming. Plut. Ant. 24.12.

Middle Liddell

συγκατάθεσις, εως, συγκατατίθημι
I. approval, agreement, concord, NTest.
II. submission, Plut.