μαθητής

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητής Medium diacritics: μαθητής Low diacritics: μαθητής Capitals: ΜΑΘΗΤΗΣ
Transliteration A: mathētḗs Transliteration B: mathētēs Transliteration C: mathitis Beta Code: maqhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A learner, pupil, τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians, οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140; οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a, al.; ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a studentofit, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c; μ. περί τινος Id.La.186e; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητής: -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· συχνάκις παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, αὐτόθι 599C· οὕτω, μ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 disciple (d’un maître);
2 qui apprend, étudiant en gén.
Étymologie: μανθάνω.

English (Abbott-Smith)

μαθητής, -οῦ, ὁ (μανθάνω), [in LXX only as v.l. (A) in Je 13:21 20:11 26(46):9*;]
a disciple: opp. to διδάσκαλος, Mt 10:24, Lk 6:40; Ἰωάννου, Mt 9:14, Lk 7:18, Jo 3:25; τ. Φαρισσίων, Mt 22:16, Mk 2:18, Lk 5:33; Μωυσέως, Jo 9:28; Ἰησοῦ, Lk 6:17 7:11 19:37, Jo 6:66 7:3 19:38; esp. the twelve, Mt 10:1 11:1, Mk 7:17, Lk 8:9, Jo 2:2, al.; later, of Christians generally, Ac 6:1, 2 7 9:19, al.; τ. κυρίου, Ac 9:1.

English (Strong)

from μανθάνω; a learner, i.e. pupil: disciple.

English (Thayer)

μαθητοῦ, ὁ (μανθάνω), a learner, pupil, disciple: universally, opposed to διδάσκαλος, τίνος, one who follows one's teaching: Ἰωάννου, τῶν Φαρισαίων, Μωϋσέως, ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, οἱ μαθητοι αὐτοῦ ἱκανοί, ἅπαν τό πλῆθος τῶν μαθητῶν, the twelve apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are all those who confess Jesus as the Messiah, Christians: τοῦ κυρίου added, T, nor in the Epistles of the N. T., nor in the Apocalypse; in Greek writings from (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato down.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) μαθαίνω
1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ.
β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», Διόδ.)
2. αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την τεχνοτροπία μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)
νεοελλ.
αυτός που φοιτά σε σχολείοείναι από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»).

Greek Monotonic

μᾰθητής: -οῦ, ὁ (μανθάνω), μαθητευόμενος, μαθητής, Λατ. discipulus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητής: οῦ ὁ
1) ученик (ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου Plat.);
2) последователь (Πρωταγόρου Plat.);
3) изучающий (μαθηταὶ ἰατρικῆς Plat.).

Middle Liddell

μᾰθητής, οῦ, μανθάνω
a learner, pupil, Lat. discipulus, Hdt., Plat., etc.