ὄφελος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
τό, (ὀφέλλω B) only in nom. and acc. sg.,
A furtherance, advantage, help, αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα in case we can be of any use, Il. 13.236; ὅς τοι πόλλ' ὄ. γένετο who was a help to thee in many matters, 17.152; οὐδὲν σοί γ' ὄ. not as any good to thee, 22.513; ὄ. τί μοι ἔσσῃ h.Merc.34; τί δ' ἔστ' ὄ. δειλὸς ἀνήρ ; Thgn.102; λέγεις Ἀτρείδαις ὄ. ἢ 'π' ἐμοὶ τόδε ; S.Ph.1384; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν; what good could you be to us? Ar.Pl.1152, cf. Pl.R.505a, etc.; τὸ μέγα ὄ. τῆς πόλεως, Lat. columen rerum, ironical in Aeschin.2.24 (quoted from D.): c. inf., τί γὰρ ὄ. σώματί γε κάμνοντι . . σιτία πολλὰ διδόναι ; Pl.Grg.504e, cf. 513e; τί ζῆν ὄ. ᾧ μή 'στι τὸ ζῆν εἰδέναι ; Philem.104. 2 c. gen., φυγᾶς ὄ. εἴ τί μοι A.Supp.737 (lyr.); τῶν ὄ. ἐστι οὐδέν Hdt.8.68.γ; οἷσι . . οὐδὲν ὄ. ἐστιν οὔτε χρημάτων οὔτε τῶν ἄλλων οὐδενὸς ἄτερ τῆς ὑγιείης Hp.Vict.3.69; τί τῆς εὐμορφίας ὄ. ; E.Fr.548; ἐλευθερίας οὐδὲν ὄ. And.4.17; ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄ. ᾖ Pl.R.530c; ἀνὴρ ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄ. ἐστιν Id.Ap.28b; γεωργοῦ ἀργοῦ οὐδὲν ὄφελος X.Cyr.1.6.18; μαγείρῳ μαχαίρας οὐδὲν ὄ. ἥτις μὴ τέμνει D.25.46; τί δ' ὄ. εὖ λαλοῦντος, ἂν κακῶς φρονῇ ; Men.821. 3 ὅ τι πέρ ἐστ' ὄ. ἐν τῇ πόλει all that is best, all the best people, Ar.Ec.53, cf. Luc.Herod.8: c. gen., ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος the serviceable part (or perh. the flower) of the army, X.HG5.3.6, cf. Theoc.13.18; ὅ τι περ . . ἀπληστίας ὄ. the flower (acme) of gluttony, Luc.Tim.55. 4 c. gen. objecti, help against a thing, Nic. Th.518.
German (Pape)
[Seite 425] τό, Förderung, Nutzen, Vortheil; αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα, Il. 13, 236, ob wir einiger Nutzen werden, ob wir einigermaßen nützlich werden, nützen können; ὅς τοι πόλλ' ὄφελος γένετο, πτόλεΐ τε καὶ αὐτῷ, 17, 152, wie οὐδὲν σοί γ' ὄφελος, d. i. dir kommt es nicht zu Statten, 22, 513; ὄφελός τί μοι ἔσσῃ, H. h. Merc. 34; λέγεις δ' Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ' π' ἐμοὶ τάδε, Soph. Phil. 1370; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελος ἡμῖν; was wärst du uns nütze, Ar. Plut. 1152, vgl. Eccl. 53; – c. gen., πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, Aesch. Suppl. 718, Nutzen von der Flucht haben, wie τῶν ὄφελος οὐδέν, sie nutzen Nichts, Her. 8, 68; τί γὰρ ὄφελος σώματί γε κάμνοντι σιτία πολλὰ διδόναι; Plat. Gorg. 504 e; οἶσθ' ὅτι οὐδὲν ἡμῖν ὄφελος, Rep. VI, 505 a; und oft adjectivisch, οἷ ἐλθὼν μήτε ὑμῖν μήτε ἐμαυτῷ ἔμελλον μηδὲν ὄφελος εἶναι, ich sollte Nichts nütze sein, Apol. 36 c; ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄφελος ᾖ, Rep. VII, 530 c, u. öfter so c. genit., vgl. noch Charmid. 175 b, εἴ τι ἐμοῦ ὄφελος ἦν πρὸς τὸ καλῶς ζητεῖν; Xen. ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, ein fauler Ackersmann ist nichts nütze, Cyr. 1, 6, 18, wie ἀρετῆς οὐδὲν ὄφελός ἐστι, 3, 1, 16; τῶν κτημάτων οὐδ' ὁτιοῦν ὄφελος ἂν εἴη, Dem. 24, 217; μαγείρῳ μαχαίρας οὐδέν ἐστιν ὄφελος, ἥτις μὴ τέμνει, 25, 46; Sp., πάντες, ὧν καὶ μικρὸν ὄφελος, Pol. 3, 36, 6; Plut. adv. Stoic. 8 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄφελος: τό, (ὀφέλλω Β) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομαστικὴν καὶ αἰτιατικὴν ἑνικ., τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τοῦ ὠφέλεια, ὡς καὶ νῦν, ὄφελος, κέρδος, βοήθεια, συχνάκις ἐν χρήσει (ὡς τὸ Λατιν. opus) ὡς ἄκλιτ. ἐπίθετ., Ὅμ. καὶ Ἀττ.· αἴ κ’ ὄφελός τι γενώμεθα, «εἴ ποτέ τις ὠφέλεια γενοίμεθα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 236· ὅς τοι πόλλ’ ὄφ. γένετο, ὅστις μεγάλως σὲ ἐβοήθησε, Ρ. 152· οὐδὲν σοίγ’ ὄφ. Χ. 513· ὄφ. τί μοι ἔσσῃ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 34· τί ὃ’ ἔστι’ ὄφ. δειλὸς ἀνήρ; Θέογν. 102· οὕτω παρ’ Ἀττ., λέγεις Ἀτρείδαις ὄφ. ἢ ’π’ ἐμοὶ τόδε Σοφ. Φιλ. 1384· τί δῆτ’ ἂν εἴης ὄφ. ἡμῖν; εἰς τί ἠδύνασο νὰ μᾶς χρησιμεύσης; Ἀριστοφ. Πλ. 1152, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 505Α, κτλ.· τὸ μέγα ὄφ., columen rerum, εἰρωνικὸν παρ’ Αἰσχίνῃ 31. 23· μετ’ ἀπαρ., τί γὰρ ὄφ. σώματί γε κάμνοντι ... σιτία πολλὰ διδόναι; Πλάτ. Γοργ. 504Ε, πρβλ. 513Ε· τί ζῆν ὄφ. ᾧ μή ’στι τὸ ζῆν εἰδέναι; Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 42. 2) μετὰ γεν., τῶν ὀφελός ἐστι οὐδὲν Ἡρόδ. 8, 68, 3· οὕτω, φυγᾶς ὄφ. εἴ τί μοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 737· τί τῆς εὐμορφίας ὄφελος; Εὐρ. Ἀποσπ. 552· ἐλευθερίας οὐδέν ὄφ. Ἀνδοκ. 31. 22· ἐάν τι ἡμῶν ὄφ. ᾖ Πλάτ. Πολ. 530C· ἀνὴρ ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 28Β· ὄφ. οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 18· μαγείρῳ μαχαίρας οὐδὲν ὄφ. ἥτις μὴ τέμνει Δημ. 784. 11· τί δ’ ὄφ. εὖ λαλοῦντος, ἂν κακῶς φρονῇ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 464. 3) ὅ τι πέρ ἐστ’ ὄφ. ἐν τῇ πόλει, πᾶν ὅ,τι εἶναι καλὸν διὰ τὴν πόλιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 53· οὕτω μετὰ γεν., ὅ τι περ ὄφ. στρατεύματος, τὸ ὑγιὲς καὶ χρήσιμον μέρος τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 6· ὅ τι περ ... ἀπληστίας ὄφ., ἀντί, ὁ πάντων ἀπληστότατος, Λουκ. Τίμων 55, ἔνθα ἴδε Hemst. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., βοήθεια ἐναντίον πράγματός τινος, Νικ. Θηρ. 518.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc.
utilité, avantage, profit : λέγεις δ’ Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ ’π’ ἐμοὶ τάδε ; SOPH dis-tu cela dans l’intérêt des Atrides ou dans le mien ? ; αἵ κ’ ὄφελός τι γενώμεθα IL peut-être serons-nous de qqe secours ; οὐδὲν σοί γ’ ὄφελος IL cela ne te servira à rien ; τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν HDT cela n’est bon à rien ; bien, trésor, sujet de joie ou d’orgueil.
Étymologie: DELG ?
English (Autenrieth)
εος: advantage, profit; w. neg., ‘no good,’ Il. 22.513. (Il.)
English (Strong)
from ophello (to heap up, i.e. accumulate or benefit); gain: advantageth, profit.
English (Thayer)
ὀφελους, τό (ὀφέλλω to increase), advantage, profit: Homer down; the Sept. Job 15:3.)
Greek Monotonic
ὄφελος: τό (ὀφέλλω Β), μόνο στην ονομ., προαγωγή, πρόοδος, αρωγή, βοήθεια· συχνά (όπως το opus) ως άκλιτο επίθ., αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια χρησιμότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελλες ἡμῖν; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί ὄφελος σώματι κάμνοντι σιτία διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν, από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα κέρδος, σε Ηρόδ.· ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· αλλά, ὅ τι περ ὄφελος στρατεύματος, τμήμα στρατεύματος που είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὄφελος: τό (только nom. и acc. sing.) польза, выгода или помощь: οὐδὲν σοί γ᾽ ὄ. Hom. никакой тебе пользы (не будет от этого); αἴ κ᾽ ὄφελός τι γενώμεθα Hom. может быть окажем мы кое-какую помощь; τί δῆτ᾽ ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν; Arph. какую же пользу можешь ты принести нам?; τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν Hom. οτ них никакой пользы; ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος Xen. лучшая часть войска.
Middle Liddell
ὄφελος, εος, τό, [ὀφέλλω2] only in nom.]
furtherance, advantage, help, used often (like opus) as an indecl. adj., αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα whether we can be of any use, Il.; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφ. ἡμῖν; what good couldst thou be to us? Ar.; c. inf., τί ὄφ. σώματι κάμνοντι σιτία διδόναι; Plat.; c. gen., τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν of which there is no profit, Hdt.; ὄφ. οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ Xen.;—but, ὅ τι περ ὄφελος στρατεύματος the serviceable part of the army, Xen.