πισσήρης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ες, = foreg.,
A κηκίς A.Ch.268. 2 = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath.12.524b.
German (Pape)
[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.
Greek (Liddell-Scott)
πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].
Greek Monotonic
πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.