πισσήρης

From LSJ
Revision as of 05:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσήρης Medium diacritics: πισσήρης Low diacritics: πισσήρης Capitals: ΠΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: pissḗrēs Transliteration B: pissērēs Transliteration C: pissiris Beta Code: pissh/rhs

English (LSJ)

ες, = foreg.,

   A κηκίς A.Ch.268.    2 = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath.12.524b.

German (Pape)

[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ. πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.

Middle Liddell

πισσ-ήρης, ες [*ἄρω] = πισσήεις, Aesch.]