σχαλίς
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A forked stick used as a prop for nets, etc., X.Cyn.2.8 (σταλ- codd.), 6.7, Poll.5.19,31 sq.; θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπὶ σχαλίδων cj. in Call.Aet.Fr.7.35 P.; cf. στάλιξ.
German (Pape)
[Seite 1053] ίδος, ἡ, eigtl. eine einschenklige Leiter, davon das lat. scala; gew. eine gabelförmige Stütze, eine hölzerne Gabel, die als Stütze unter aufgerichtete Netze gestellt ward, wie σταλίς; auch eine zweizinkige Hacke, Xen. Cyn. 6, 7; vgl. Poll. 5, 31.
Greek (Liddell-Scott)
σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» Πολυδ. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ μῆκος δέκα παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. σταλίς).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.
Étymologie: σχεῖν, peu convainquant selon Chantraine.
Greek Monotonic
σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, ξύλινο κοντάρι με απόληξη δικράνας για τη στήριξη των κυνηγετικών διχτυών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σχᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ жердь с развилкой, вилка, рогулька (для установки звероловных сетей) Xen.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: fork as a support of erected hunting-nets (X., Poll.).
Derivatives: σχαλίδ-ωμα id. (Poll.; -ωμα (enlarged); cf. Chantraine Form. 187).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical word in -ίς like σανίς (s. v. w. further references), δοκίς a.o.; basis unknown. One might connect in case of need with σκαλίς mattock (s. σκάλλω) (WP. 2, 591, Pok. 923), with aspiration either spontaneous (Hiersche Ten. asp. 215) or taken from σχάζω (cf. H.: σχαλίδες δι' ὧν σχάζουσι τὰ δίκτυα ὀρθὰ ἑστῶτα). Or as "Halter" to σχεῖν with formation as in ἀ-σχαλ-άω? Older lit. (Niedermann IF 15, 104ff.) in Bq. -- Cf. the synonymous στάλιξ. -- The explanations are not convincing; the very technical word may rather be of Pre-Greek origin.
Middle Liddell
σχᾰλίς, ίδος, ἡ,
a forked stick used to prop nets, Xen.
Frisk Etymology German
σχαλίς: -ίδος
{skhalís}
Grammar: f.
Meaning: Gabel als Stütze aufgerichteter Jagdnetze (X., Poll.);
Derivative: davon σχαλίδωμα ib. (Poll.; -ωμα erweiternd; vgl. Chantraine Form. 187).
Etymology : Technisches Wort auf -ίς wie σανίς (s. d. m. weiteren Hinweisen), δοκίς u.a.; Grundwort unbekannt. Man kann es zur Not mit σκαλίς Hacke (s. σκάλλω) verbinden (WP. 2, 591, Pok. 923), wobei die Aspiration entweder spontan (Hiersche Ten. asp. 215) oder nach σχάζω eingetreten wäre (vgl. H.: σχαλίδες· δι’ ὧν σχάζουσι τὰ δίκτυα ὀρθὰ ἑστῶτα). Oder als "Halter" zu σχεῖν mit Bildung wie in ἀσχαλάω? Alt. Lit. (Niedermann IF 15, 104ff.) bei Bq. — Vgl. das synonyme στάλιξ.
Page 2,836