ἀκαταστασία

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταστᾰσία Medium diacritics: ἀκαταστασία Low diacritics: ακαταστασία Capitals: ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: akatastasía Transliteration B: akatastasia Transliteration C: akatastasia Beta Code: a)katastasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A instability, anarchy, confusion, Stoic.3.99, Plb.1.70.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, etc.: pl., LXX Pr.26.28, D.H.6.31, 2 Ep.Cor.6.5.    II unsteadiness, τοῦ σώματος Chrysipp.Stoic.3.121; ἀ. καὶ μανία Plb.7.4.8: pl., Man. 5.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταστᾰσία: ἡ, ἀστάθεια, ἀναρχία, σύγχυσις, Ἑβδ. (Παροιμ. κϛ΄, 28). Πολύβ. 1. 70, 1, Διον. Ἁλ. 6. 31, κτλ. ΙΙ. ἀστασία, Πολύβ. 7. 4. 8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Lyr.Alex.Adesp.1.7
1 inestabilidad, inseguridad, desorden τῆς βασιλείας Plb.31.8.6, ἀ. καὶ ταραχή desorden y agitación Plb.1.70.1, 14.9.6, ἀκαταστασίαις καὶ ἀπαλλοτριώσει τῶν οἰκείων Ptol.Tetr.3.15.5
anarquía, confusión en la Iglesia, Eus.Ep.Caes.p.46.11, Basil.M.32.436A, cf. PMerton 93.28 (IV d.C.), plu. στόμα δὲ ἄστεγον ποιεῖ ἀκαταστασίας una boca imprudente causa inseguridad LXX Pr.26.28
tumulto ἐν ἀκαταστασίαις 2Ep.Cor.6.5.
2 c. gen. falta de firmeza, debilidad corporal o mental τοῦ σώματος Chrysipp.Stoic.3.121, ἀ. καὶ μανία τοῦ μειρακίου Plb.7.4.8, ἀ. τῶν λογισμῶν Mac.Aeg.Hom.5.4, de carácter τοῦ ἤθους ἀ. Ath.Al.M.26.896B, cf. Man.5.57.
3 volubilidad, inconstancia de un amante ἀκαταστασίης εὑρετής Lyr.Alex.Adesp.1.7, cf. SEG 35.221.15 (Atenas III d.C.).

English (Strong)

from ἀκατάστατος; instability, i.e. disorder: commotion, confusion, tumult.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀκατάστατος), instability, a state of disorder, disturbance, confusion: Clement of Rome, 1 Corinthians 14,1 [ET]; (disturbances, disorders: of dissensions, Polybius, Dionysius Halicarnassus).

Greek Monolingual

η (Α ἀκαταστασία) ἀκατάστατος
ανωμαλία, ταραχή, αναρχία
νεοελλ.
η έλλειψη τάξης, η αταξία
αρχ.
1. η ανικανότητα για ορθοστασία
«τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121)
2. η αστάθεια, η ελαφρότητα του χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7, 4, 8).

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταστᾰσία:
1) непостоянство, беспокойный характер, неустойчивость (ἀ. καὶ μανία Polyb.);
2) смятение, волнение (ἀ. καὶ ταραχή Polyb.).

Chinese

原文音譯:¢katastas⋯a 阿-卡他-士他西阿

詞類次數:名詞(5)

原文字根:不-向下-站(著) 相當於: (מִדְחֶה‎)

字義溯源:不穩定,不安,反叛,暴動,擾亂,混亂;源自 (ἀκατάστατος)=無定向的,由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成,其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成。這字有兩個主要的含義:(1)暴動:如反叛。(2)不穩:如混亂

出現次數:總共(5);路(1);林前(1);林後(2);雅(1)

譯字彙編

1) 擾亂(3) 路21:9; 林後6:5; 雅3:16;

2) 混亂的事(1) 林後12:20;

3) 混亂(1) 林前14:33