πρωτοτόκια

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκια Medium diacritics: πρωτοτόκια Low diacritics: πρωτοτόκια Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: prōtotókia Transliteration B: prōtotokia Transliteration C: prototokia Beta Code: prwtoto/kia

English (LSJ)

τά, with v.l. πρωτοτοκ-τοκεῖα,

   A rights of the first-born, birthright, LXX Ge.25.32, Ep.Hebr.12.16.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκια: τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.

French (Bailly abrégé)

ίων (τά) :
c. πρωτοτοκεῖα.

English (Strong)

from πρωτότοκος; primogeniture (as a privilege): birthright.

English (Thayer)

πρωτοτοκιων, τά (πρωτότοκος), in the Sept. also πρωτοτοκεια (others, πρωτοτοκεια (cf. Chandler § 99), πρωτοτόκια, manuscript Venet., Aq.), for בְּכורָה, primogeniture, the right of the firstborn (in classical Greek ἡ πρεσβεία, and τό πρεσβεῖον): Philo repeats the word after the Sept. in his alleg. legg. 3,69; sacrif. Abel. § 5. Occasionally also in Byzantine writings.)

Greek Monolingual

τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ πρωτότοκος
1. τα δικαιώματα του πρωτοτόκου
2. (στην ΠΔ) δικαίωμα του πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία του πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού έπαιρνε τη θέση του πατέρα ως επικεφαλής του γένους.

Greek Monotonic

πρωτοτόκια: τά, δικαιώματα πρωτότοκου, πατρογονικά δικαιώματα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκια: v. l. πρωτοτοκεῖα τά первородство, тж. право первородства NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκια -ων, τά [πρωτότοκος] eerstgeboorterecht.

Middle Liddell

πρωτοτόκια, ων, τά,
the rights of the first-born, birthright, NTest. [from πρωτοτόκος

Chinese

原文音譯:prwtotÒkia 普羅拖-拖企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(最)以前-生產 相當於: (בְּכֹרָה‎)
字義溯源:長子名分,與生俱來的權利;源自(πρωτότοκος)=首生的),由(πρῶτος)=首要的)與(τίκτω)*=生產)組成,而 (πρῶτος)出自(πρό)*=前)。以色列人長子名分的權利與義務,普通包括:承繼產業時長子得雙分,其他兒子只得一分。長子乃是全家之首,他也要供應他母親生活所需,直至她故去;也要照顧姐妹們,直至她們結婚為止。參讀 (πρῶτος)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 長子名分(1) 來12:16