стремительный

From LSJ
Revision as of 05:55, 14 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Russian > Greek

λαβρόσυτος, ἄητος, περισπερχής, ὠκυδίνητος, ταχύπορος, ταχύρροθος, κραιπνόσυτος, λαβροπόδης, ὠκυδρόμος, ὠκύδρομος, ὠκυβόλος, ταχύπομπος, κραιπνοφόρος, ὠκυπέτης, ποδώκης, λαιψηρός, ὠκύπορος, ὠκύαλος, καρπάλιμος, ὠκύς, θοός, αἰψηροκέλευθος, ταχινός, χειμάρροος, χειμάρρους, χείμαρρος, παλίντονος, αἰπήεις, σύντομος, πτερωτός, καταιβάτης, ἰσχυρός, σύντονος, ἔντονος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, ἐμμεμαώς, ἐπίσσυτος, ὀξύς, ἀργεστής, ὑβριστής, κραιπνός, λάβρος, ἀκαμαντόπους, ἀελλόπους, ἀελλόπος, ἴφθιμος, ἁμιλλητήρ, κατάφορος, πολυάϊξ, ἐπαιγίζων, σπερχνός, σοβαρός, θοῦρος, ἰταμός, ῥαγδαῖος, βολαῖος, ἐπισπερχής, ἐπιδρομικός, ἐσσύμενος, ὁρμητικός, ὁρματικός, αἰθυκτήρ