νομοθετῶ

From LSJ
Revision as of 15:32, 29 May 2020 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=νομοθετῶ |Medium diacritics=νομοθετῶ |Low diacritics=νομοθετώ |Capitals=ΝΟΜΟΘΕΤΩ |Transliteration A=nomothetō̂ |Tra...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθετῶ Medium diacritics: νομοθετῶ Low diacritics: νομοθετώ Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΩ
Transliteration A: nomothetō̂ Transliteration B: nomothetō Transliteration C: nomotheto Beta Code: nomoqetw=

English (LSJ)

νομοθετέω, pf.

   A νενομοθέτηκα Alex.126.13:—frame laws, make laws, Lys.15.9, Pl.R.534d, etc.; Λακεδαιμονίοις X.Ap.15; ταῖς μοναρχίαις Isoc.2.8; περί τινος Id.11.40; περί τινων Arist.Pol.1294a37; ὑπὲρ ὅλου τοῦ ἐμπορίου D.56.48:—Med., frame laws for oneself, Pl.R.398b, Tht.177e, etc.:—Pass., of a state, to be furnished with laws, have a code of laws, Id.Lg.701d, 962e, cf.Ep.Hebr.7.11.    II ordain by law, τι Pl.Lg.628d, R.417b; ἐναντία τῷ ὅρκῳ τοῦ δήμου ν. And.4.3: c. inf., enact, τῶν ζῴων ἐστὶν ἃ σέβεσθαι ἐνομοθέτησε Isoc.11.26, cf. POxy.1119.16 (iii A.D.): —in Med., Pl.Lg.736c:—Pass., to be ordained by law, Ep.Hebr.8.6; τὰ καλῶς νενομοθετημένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν βασιλέων OGI329.13 (Aegina, ii B.C.), cf. Luc.Pr.Im.18: impers., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται = it has been so ordained by law, Hdt.2.41; ν. καλὸν [εἶναι] τὸ χαρίζεσθαι Pl.Smp.182b; ἦν νενομοθετημένον Arist.Pol.1319a11.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθετέω: τίθημι νόμους, Λυσίας 145. 9, Πλάτ. Πολ. 534D, καὶ συχν. ἐν τοῖς Νόμ· τοῖς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἀπολ. 15, κτλ.· ταῖς μοναρχίαις Ἰσοκρ. 16C· περί τινος ὁ αὐτ. 229Β· ὑπέρ τινος Δημ. 1197. 7. - Μέσ., τίθημι νόμους δι’ ἐμαυτόν, σχηματίζω νόμους, Πλάτ. Πολ. 398Β, Θεαίτ. 177Ε, κτλ.· περί τινων Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 11. - Παθ., ἐπὶ κράτους, ἔχω νόμους, ἔχω συλλογήν, σύστημα νόμων, Πλάτ. Νόμ. 962Ε, 701D. ΙΙ. μεταβ., διὰ νόμων ὁρίζω, τι αὐτόθι 628D, Πολ. 417Β, πρβλ. Ἀνδοκ. 29, 14, καὶ ἴδε νομοθετητέον· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 736C· - Παθ., διὰ νόμου ὁρίζομαι, νομοθετοῦμαι, Λουκ. ὑπέρ τῶν Εἰκ. 18· ἀπροσ., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται, οὕτως ἔχει ὁρισθῇ διὰ νόμου, Ἡρόδ. 2. 41· ν. καλὸν [[[εἶναι]]] τὸ χαρίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Α· νενομοθετημένον ἐστὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

νομοθετῶ :
f. νομοθετήσω, ao. ἐνομοθέτησα, pf. νενομοθέτηκα;
donner des lois;
Moy. νομοθετέομαι-οῦμαι se donner des lois.
Étymologie: νομοθέτης.

English (Strong)

from νομοθέτης; to legislate, i.e. (passively) to have (the Mosaic) enactments injoined, be sanctioned (by them): establish, receive the law.

English (Thayer)

νομοθέτω: passive, perfect 3rd person singular νενομοθέτηται; pluperfect 3rd person singular νενομοθέτητο (on the omission of the augment see Winer s Grammar, 72 (70); Buttmann, 33 (29)); (νομοθέτης); from (Lysias), Xenophon, and Plato down; the Sept. several times for הורָה;
1. to enact laws; passive laws are enacted or prescribed for one, to be legislated for, furnished with laws (often so in Plato; cf. Ast, Platonic Lexicon, ii., p. 391 (for examples)); ὁ λαός ἐπ' αὐτῆς (R G ἐπ' αὐτῇ) νενομοθέτηται (R G νενομοθέτητο) the people received the Mosaic law established upon the foundation of the priesthood, Winer s Grammar, § 39,1b.; cf. Buttmann, 337 (290); many refer this example (with the genitive) to time (A. V. under it); see ἐπί, A. II.,cf. B. 2a. γ.).
2. to sanction by law, enact: τί, passive Winer s Grammar, and Buttmann, as above).

Greek Monotonic

νομοθετέω: μέλ. -ήσω,
I. θεσπίζω νόμους, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., ορίζω νόμους για τον εαυτό μου, σχηματίζω νόμους, σε Πλάτ.
II. μτβ., ορίζω κάτι μέσω των νόμων· τι, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., απρόσ., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται, έτσι έχει οριστεί από τον νόμο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νομοθετέω:
1) издавать законы, законодательствовать (τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.; περί τινος Isocr. и ὑπέρ τινος Dem.): ἁπλῶς νομοθετήσασθαι Plat. просто (т. е. ясно) определяться законом; ἡ νομοθετουμένη πόλις Plat. получающее законы государство;
2) тж. med. учреждать в законодательном порядке, устанавливать законом (νομοθετήσασθαι ἑορτάς Plat.): νενομοθετημένον ἐστί Arst. установлено законом.

Middle Liddell

νομοθετέω, fut. -ήσω
I. to make law, Plat., Xen., etc.:— Mid. to make laws for oneself, frame laws, Plat.
II. trans. to ordain by law, τι Plat., etc.:—Pass., impers., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται it hath been so ordained by law, Hdt.

Chinese

原文音譯:nomoqetšw 挪摩-帖貼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:律法-安置 相當於: (יׄורֶה‎ / יָרֵא‎ / יָרָה‎)
字義溯源:制定律法,(設)立,頒布律法,由律法裁定,領受律法;源自(νομοθέτης)=立法者);由(νόμος)=律法,分出)與(τίθημι)*=處所,設立)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編
1) 立的(1) 來8:6;
2) 已領受了律法(1) 來7:11