ψιθυρίζω
English (LSJ)
Dor. ψῐθῠρ-ίσδω: (ψίθυρος):—
A whisper, Pl.Grg.485e; πρός τινα Id.Euthd.276d, Duris69J.; ἀλλήλοις Theoc.27.68. 2 whisper what one dares not speak out, whisper slanders, κατά τινος Alciphr.3.58, LXXPs.40(41).7; ψ. και' διαβάλλειν Them.Or.21.262c:—Pass., τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plu.Alc.23. 3 metaph. of trees, whisper (i. e. rustle), ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nu.1008 (anap.); also of swallows, twitter, Poll.5.90.
German (Pape)
[Seite 1399] dor. ψιθυρίσδω, Theocr. 2, 141, zischeln, flüstern, heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. πρός τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.
Greek (Liddell-Scott)
ψῐθῠρίζω: Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· (ψίθυρος) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) ψιθυρίζω, λέγω χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, λέγω λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, οἷον ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
French (Bailly abrégé)
f. ψιθυριῶ;
gazouiller, murmurer doucement.
Étymologie: ψίθυρος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α
1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «του ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.)
2. ηχώ μονότονα
αρχ.
1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω φωναχτά
2. (κατ' επέκτ.) συκοφαντώ («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψιθ-υρ-ίζω έχει προέλθει, κατά μία άποψη, από αμάρτυρο ψυθ-υρ-ίζω, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το αρχικό θ. ψυθ- του ρ. ανάγεται στη ρίζα pse-u-d- / bhseu
«φυσώ, σφυρίζω», από όπου «βγάζω ήχους χωρίς σημασία», με οδοντική δασεία και παρέκταση -θ-, και συνδέεται με το ρ. ψεύδομαι και το ουσ. ψύθος (πρβλ. και τους τ. ψεδ-ών, ψεδ-υρός). Κατ' άλλη άποψη, ο φωνηεντισμός και ο σχηματισμός του ρ. παραπέμπουν στη μορφή τών συνώνυμων ρ. μινυρίζω, τινθυρίζω, τιττυβίζω, οπότε δεν αποκλείεται και ο σχηματισμός του ρ. ψιθυρίζω να ανάγεται σε ονοματοποιία αναλογική προς τα ρ. αυτά (πρβλ. και το ρ. ψίζομαι)].
Greek Monotonic
ψῐθῠρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. -ιῶ (ψίθυρος), ψιθυρίζω, μιλώ στο αυτί, σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την κίνηση των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο πλάτανος ψιθυρίζει στη φτελιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψῐθῠρίζω: дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): μετά τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plut. произносимое шепотом имя; ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.
Middle Liddell
ψῐθῠρίζω, ψίθυρος
to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.
Frisk Etymology German
ψιθυρίζω: {psithurízō}
Forms: dor. (bukol.), -ίσδω,
Grammar: v.
Meaning: flüstern, zuraunen, verleumden, übertr. von Bäumen, Vögeln säuseln, zwitschern (Pl., Ar., hell. u. sp.)
Composita : auch m. δια-, προσ-, ὑπο- u.a.,
Derivative: mit ψιθύρισμα (ὑπο-) n., -ισμός m. Geflüster, Gesäusel (hell. u. sp.), -ιστής m. "Flüsterer", Bein. des Hermes in Athen ([D.] 59, 39), Verleumder, Ohrenbläser (Ep. Rom.), -ιστικός (Cat. Cod. Astr.). — Daneben, anscheinend als Grundwort (*ψιθυρός), aber wenigstens z.T. als Rückbildung, ψίθυρος m. (m. oppositiver Barytonese) Verleumder, Ohrenbläser (Pi., Ar.Fr. 167 [anap.], LXX, Plu.), als Adj. flüsternd, verleumdend (S. Aj. 148 [anap.]), von Musik summend (Ar. Fr. 671), von Vögeln zwitschernd (AP). — Auch ψίθυρ = ψίθυρος (Hdn. Gr. u.a.; nach μάρτυρ), ψεδυρός (ψέδ-) = ψίθυρος (A. Supp. 1042 [lyr.], Hdn. Gr., H.; abzulehnen v. Blumenthal Hesychst. 13), ψιδόνες· διάβολοι, ψίθυροι H. — Hierher noch ψιθύρα f. Bez. eines libyschen Musikinstruments (S. Inach. in lyr., Poll.), wohl volksetymol. Umbildung eines Fremdworts. Vgl. μινυρίζω, κλαυθμυρίζω, τινθυρίζω, συρίζω ( : σῦριγξ) u. a.; bzw. λιγυρός, καπυρός, ὀϊζυρός (: ὀϊζύς) u.a.; s. auch zu ὀλοφύρομαι.
Etymology : Schallwort ohne feste Genealogie. Wenn aus *ψυθυρ-dissimiliert (Specht KZ 61, 277, dazu Kretschmer Glotta 26, 57 f.; vgl. φῖτυ), zu ψύθος usw., s. ψεύδομαι. Vgl. andererseits ψίζομαι. — Pisani Arch. glott. it. 46, 23 erwägt Verwandtschaft mit aind. kṣvéḍati (kṣvédati) summen, brummen : idg. qʷs-; vgl. Mayrhofer s.v.
Page 2,1137-1138