πρίσμα
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; π. λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66. 2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς π. Hp.Morb.2.15. II Geom., prism, Euc.11Def.13.
German (Pape)
[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.
Greek Monolingual
το / πρῑσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].