ἀμφικτίονες

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικτίονες Medium diacritics: ἀμφικτίονες Low diacritics: αμφικτίονες Capitals: ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: amphiktíones Transliteration B: amphiktiones Transliteration C: amfiktiones Beta Code: a)mfikti/ones

English (LSJ)

or ἀμφι-κτύονες, ων, οἱ, (v. κτίζω)

   A they that dwell round or near, next neighbours, Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented -κτιών or -κτυών by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.)

German (Pape)

[Seite 140] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικτίονες: -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. κτίζω), οἱ πέριξ, οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε περικτίονες.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
qui habitent autour, voisins.
Étymologie: ἀμφί, *κτίω, cf. κτίζω.

English (Slater)

ἀμφικτῐονες
   1 those that live around, neighbours κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) (P. 4.66) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ἀνέειπεν (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) (P. 10.8) ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι i. e. in Isthmian games (N. 6.39) τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί ἀμφικτιόνων (I. 4.8) τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' ἀμφικτιόνεσσιν Παρθ. 2. 43.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ

• Alolema(s): ἀμφικτύονες Hdt.8.104
1 asentados en torno, vecinos, próximos en gener. ref. a los miembros de una anfictionía κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας Pi.P.4.66, στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ... ἀνέειπεν Pi.P.10.8, ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Pi.N.6.39, τοὶ μὲν ὦν ... λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων Pi.I.3.26, ἀμφικτιόνων ἐν ἀέθλοις B.12.35, τοῖσι ἀμφικτυόσι ... τοῖσι ἀμφὶ ταύτης οἰκέουσι τῆς πόλιος Hdt.8.104, cf. Et.Sym.829.
2 con mayúscula, miembros de la liga anfictiónica, de Delfos, en sg., D.19.111, en plu. Hdt.2.180, Paus.10.8.2, Aeschin.2.117, Plu.Sol.11.1
de Delos, Ath.173b
Ἀ. δίκαι juicio ante el tribunal anfictiónico D.18.322
tít. de una comedia de Teleclides, Telecl.1-9.

Greek Monolingual

ἀμφικτίονες, και -κτύονες, οι (Α)
1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες
2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κτίονες ή -κτύονες < κτίζω «κατοικώ» (πρβλ. περι-κτίονες «γείτονες») και μυκην. me-ta-ki-ti-ta μετακτίται «μετοικήσαντες, μεταφερθέντες από αλλού». Ως προς τη γραφήκτύονες με -υ-, πρόκειται για διαλεκτική εναλλαγή ι και υ που απαντά σε διαλεκτ. τύπους όπως ιων. αἰσυμνήτης: μεγαρ. αἰσιμνάτας, μόλυβδος: μόλιβος, βυβλίον: βιβλίον κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. Ἀμφικτυονία, ἀμφικτυονικός, ἀμφυκτυονίς].

Greek Monotonic

ἀμφικτίονες: ή —κτύονες, -ων, οἱ (κτίζω), αυτοί που διαμένουν τριγύρω, οι διπλανοί γείτονες, σε Ηρόδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικτίονες: οἱ κτίζω жители окружающих областей, соседи Pind., Her.

Middle Liddell

κτίζω
they that dwell round, next neighbours, Hdt., Pind.