ὑποπτεύω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
A to be suspicious, X.Hier.2.17, Lys.1.10; ὑ. ἔς τινας c. inf. fut., have suspicions of them that... Th.4.51. 2 merely, suspect, guess, suppose, opp. ἱκανῶς συννοῶ, Pl.Tht.164a, cf. X.HG5.4.29; have an inkling of, Pl.Grg.453b; ὁ ἵππος ὑ. τι X.Eq.6.14:—Pass., to be conjectured, Pl.Lg.967b. II trans., suspect, hold in suspicion, τινα S.El.43, Th.8.39; θὴρ ὑ. κυναγώς Theoc.23.10; ὑ. τινὰ ἔς τι of something, Hdt.3.44:—Pass., to be suspected, mistrusted, Th.4.86; εἴς τι Id.6.92, Arist.Rh.Al.1437a1: impers., ὡς ὑπωπτεύετο as was generally suspected, X.HG5.4.20. 2 c. acc. pers. et inf., suspect that he... ὑ. αὐτὸν δρησμὸν βουλεύειν Hdt.8.100, cf. 127, Th.4.126, Pl. Tht.151b: c. inf. fut., ἄν τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν Id.R.567a, cf. Hdt.3.77: also ὑ. τινὰ ὡς . . suspect of him that... ib.68; ὑ. μὴ . . Id.9.90. 3 c. acc. rei, look with suspicion or apprehension on, τὸ πρῆγμα Id.6.129; τὸ μέλλον E.Rh.49 (lyr.): also ὑ. τι suspect something, Id.IT1036, etc.; δεινὸν προσδοκᾶν ἢ ὑ. Epicur.Ep.1p.30U.; τι περί τινος Pl.Cra.409d; τι κατά τινος Plb. 8.20.2: c. acc. et inf., ἀλογώτατα ὑ. ἀεὶλέγεσθαι Phld.Ir.p.44 W. III observe, notice, δεῖ ἀκριβῶς ὑποπτεύειν ἥτις ἐστὶν ἡ ποιητικὴ αἰτία (of a gout-attack) Alex.Trall.12:—Med., τὸν ἄρρωστον ὑ. εἰ πάρεστι πυρετός Id.Verm.init.
German (Pape)
[Seite 1229] 1) argwöhnisch sein; εἴς τινα, Thuc. 4, 51, nach Krüger, wie οὐδὲν εἴς τινα D. C. 35, 3; argwöhnen, mit acc. c. inf., Her. 8, 100; mit μή, 9, 90; ἄν γέ τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, Plat. Rep. VIII, 567 a; übh. vermuthen, als Ggstz von ἱκανῶς συννοῶ, Theaet. 164 a; Sp. – 2) trans., τινά, Jem. beargwöhnen, in Verdacht haben, Soph. El. 43; θὴρ κυναγώς Theocr. 23, 10, zw.; τινὰ ἔς τι, Her. 3, 44; Thuc. 6, 92; τί, Etwas argwöhnen, Her. 6, 129; Eur. I. T. 1036; τὸ μέλλον Rhes. 49; Plat. Theaet. 191 b; ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ Crat. 409 d. – Pass. im Verdacht sein, Thuc. 4, 86 Xen. Cyr. 2, 4,16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπτεύω: ὡς καὶ νῦν, ἔχω ὑποψίαν, Ξεν. Ἱέρ. 17, Λυσί. 92 33· ὡσαύτως, ὑπ. εἴς τινα, μετ’ ἀπαρ., ἔχω ὑποψίαν εἴς τινα ὅτι..., Θουκ. 4. 51, πρβλ. ὑπόπτης. 2) ἁπλῶς ὑποπτεύω, εἰκάζω, ὑποπτεύω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱκανῶς συννοῶ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 29, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α. ΙΙ. μεταβ., ὑποπτεύω τινά, παρατηρῶ ὑπόπτως, οὐ γάρ σε μὴ γήρᾳ τε καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ’ οὐδ’ ὑποπτεύουσιν ὧδ’ ἠνθισμένον Σοφ. Ἠλ. 43, Θουκ. 8. 39· οἷα δὲ θὴρ ὑλαῖος ὑποπτεύῃσι κυναγὼς Θεόκρ. 23. 10· ὑπ. τινα ἔς τι Ἡρόδ. 3. 44, Θουκ. 6. 92, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30. 9· - Παθ., οὔκουν ἀξιῶ οὔτ’ αὐτὸς ὑποπτεύεσθαι... οὔτε τιμωρὸς ἀδύνατος νομισθῆναι Θουκ. 4. 85. -Παθ. ἀπροσ., ὡς ὑπωπτεύετο, ὡς γενικῶς ὑπωπτεύετο, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 20. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὑποπτεύω ὅτι..., ὑπ. αὐτὸν δρησμὸν βουλεύεσθαι Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. 127., 3. 77, Θουκ. 4. 126, Πλάτ., κλπ.· - οὕτω καί, ὑπ. τινα ὡς..., ἔχω ὑποψίας περί τινος ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 68· ὑπ. τινα μή..., ὁ αὐτ. 9. 90. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., βλέπω μεθ’ ὑποψίας τι, τὸ πρῆγμα ὁ αὐτ. 6. 129· τὸ μέλλον Εὐρ. Ρῆσ. 49· - ἀλλὰ και, ὑπ. τι, ἔχω ὑποψίαν τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1036, κλπ.· τι περί τινος Πλάτ. Κρατ. 409D· τι κατά τινος Πολύβ. 8. 22, 2· - πληροφοροῦμαι μυστικῶς καὶ ἀορίστως περί τινος, Πλάτ. Γοργ. 453Β· ὁ ἵππος ὑπ. τι (πρβλ. ὑπόπτης) Ξεν. Ἱππ. 6. 14. - Παθ., Πλάτ. Νόμ. 967Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19-22.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπώπτευον, f. ὑποπτεύσω, ao. ὑπώπτευσα, sel. d’autres ὑπόπτευσα, pf. ὑπώπτευκα, sel. d’autres ὑπόπτευκα;
I. intr. être soupçonneux, défiant : ὑπ. ἔς τινα avec l’inf. avoir à l’égard de qqn le soupçon que;
II. tr. 1 soupçonner, suspecter, se méfier : τινα de qqn ; τινα ἔς τι de qqn pour qch ; τινα ὡς avec un mode pers. : soupçonner qqn de ; τι suspecter ou redouter qch, soupçonner qch, se douter de qch ; τινα μή redouter que qqn… ; Pass. être l’objet de soupçons ; • impers. ὡς ὑπωπτεύετο XÉN comme on le soupçonnait;
2 supposer, conjecturer.
Étymologie: ὕποπτος.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. υποπτεύομαι.
Greek Monotonic
ὑποπτεύω: μέλ. -σω,
I. 1. υποψιάζομαι, σε Ξεν.· επίσης, ὑποπτεύω εἴς τινα, τον υποψιάζομαι, σε Θουκ.
2. υποψιάζομαι, εικάζω, εκτιμώ, υποθέτω, πιθανολογώ, σε Ξεν.
II. μτβ.,
1. υποπτεύομαι κάποιον, τον παρατηρώ με καχυποψία, σε Σοφ., Θουκ.· ὑποπτεύω τινὰ εἴς τι, για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., γίνομαι καχύποπτος, υποπτεύομαι, δυσπιστώ, σε Θουκ.· απρόσ., ὡς ὑπωπτεύετο, όπως γενικά ήταν ύποπτο, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ. και απαρ., υποπτεύομαι, υποψιάζομαι ότι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
3. με αιτ. πράγμ., κοιτώ, παρατηρώ με καχυποψία κάτι, σε Θουκ.· αλλά επίσης, ὑποπτεύω τι, έχω κάποια υποψία, υποψιάζομαι κάτι, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπτεύω:
1) иметь подозрение, быть подозрительным: ἐγὼ οὐδέποτε ὑπώπτευσα Lys. у меня не было никаких подозрений; ὑ. ἔς τινά τι νεωτεριεῖν Thuc. подозревать кого-л. в каких-л. замыслах; ὑ. τινά Soph., Thuc. иметь подозрения на кого-л.; ὑ. τινὰ εἴς τι Her., Thuc., Arst. подозревать кого-л. в чем-л.; ὅλον τὸ πρῆγμα ὑπώπτευε Her. все это показалось ему подозрительным; οὐκ ἂν ὑποπτεύοιο Xen. это не вызвало бы никаких подозрений;
2) предполагать, думать: ὡς ὑπωπτεύετο Xen. как предполагали; καὶ ἐγὼ ὑποπτεύω Plat. и я (так) думаю; καὶ (τότε) ὑπωπτεύετο τὸ νῦν ὄντως δεδογμένον Plat. и тогда (уже) догадывались о том, что ныне доподлинно установлено; ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ Plat. то, что я думаю об этом;
3) (о лошади) пугаться (τι Xen.).
Middle Liddell
fut. σω
I. to be suspicious, Xen.; also, ὑπ. εἴς τινα to have suspicions of him, Thuc.
2. to suspect, guess, suppose, Xen.
II. trans. to suspect, hold in suspicion, Soph., Thuc.; ὑπ. τινὰ εἴς τι of something, Hdt., etc.:—Pass. to be suspected, mistrusted, Thuc.; impers., ὡς ὑπωπτεύετο as was generally suspected, Xen.
2. c. acc. pers. et inf. to suspect that, Hdt., Thuc., etc.
3. c. acc. rei, to look suspiciously on, Thuc.:—but also, ὑπ. τι to suspect something, Eur., Xen. [from ὑπόπτης