σημασία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, (
A σημαίνω 11) the giving a signal or command, LXXNu.29.1; αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σ. D.S.2.54. II indication, αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστίν Arist.Pr.919b36; designation, Str.8.6.5. 2 meaning, signification, πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος, title of work by Chrysippus, Stoic.2.5, cf. Phld.Sign.34: freq. in Gramm., A.D.Pron.14.3, al., Ael.Tact.24.4, Iamb.Protr.4, etc. 3 notation in Music, Gaud. Harm.20. III the decisive appearance of a disease, Aret.SA1.5, al. IV mark, ἐν δέρματι χρωτός LXX Le.13.2; of the Nile-flood, ἀνῆλθεν ἡ τοῦ Νείλου σ. κατὰ τὸ ἱερατικὸν σημεῖον Bull.Soc.Alex. 5.55(v/vi A.D.). V address of a correspondent, POxy.1678.28 (iii A.D.). VI βασιλικὴ σ. royal insignia or appearance, Sor. Fasc.8.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, das Bezeichnen, das Geben eines Zeichens, Befehls, auch das gegebene Zeichen selbst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σημᾰσία: ἡ, (σημαίνω ΙΙ) τὸ σημαίνειν, τὸ νὰ δίδῃ τις σημεῖον ἢ πρόσταγμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 1)· αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σ. Διόδ. 2. 54. ΙΙ. τὸ δηλοῦν, τὸ σημαίνειν, δεικνύειν, αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστὶν Ἀριστ. Προβλ. 19. 27, πρβλ. Στράβ. 369. 2) ἡ σημασία λέξεως, Γραμμ.· - σημείωσις τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ, Gaudent. σ. 20. ΙΙΙ. ἡ κατάδηλος ἐμφάνισις τῆς νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙV. σημεῖον, «σημάδι», ἐν δέρματι χρωτὸς Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 2).- Καθ’ Ἡσύχ.: «σημασία· φανέρωσις (διὰ σάλπιγγος)».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
signe, ce à quoi on reconnaît qqn ou qch ; marque (du caractère, etc.).
Étymologie: σημαίνω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία της λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία της τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η σπουδαιότητα, το αξιόλογο, η σοβαρότητα (α. «η σημασία των αποφάσεών του θα φανεί αργότερα» β. «μια γυναίκα χωρίς σημασία»)
2. φρ. «δίνω σημασία σε κάτι» — θεωρώ κάτι ως σημαντικό
μσν.
σημειογραφική παράσταση σε κείμενο μουσικής
μσν.-αρχ.
το να δίνει κανείς ένα σημάδι ή πρόσταγμα
αρχ.
1. ένδειξη
2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου
3. η ένδειξη της στάθμης του νερού στο νειλόμετρο
4. η αναγραφή της διεύθυνσης του παραλήπτη στην εξωτερική πλευρά της επιστολής
5. φρ. α) «βασιλική σημασία» — τα βασιλικά εμβλήματα
β) «Πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σημασ- του σημαίνω (πρβλ. παρακμ. σε-σήμασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. ξηραίνω: ξηρασία, υγραίνω: υγρασία)].
Russian (Dvoretsky)
σημᾰσία: ἡ
1) знак, указание Diod.;
2) показатель, признак (ἤθους Arst.);
3) грам. значение, смысл.