τροχίσκος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(parox.), ὁ, Dim. of τροχός,
A small wheel or circle, Arist. Mech.848a25, Apollod.Poliorc.155.9. 2 troche or trochisk, of honey, Arist.Mir.831b27; of soap, medicine, etc., Thphr.HP9.9.3, Antyll. ap. Orib.10.24.1, Sor.2.41, Gal.12.276. 3 ear-ring, LXXEz.16.12. 4 a metal ball, let fall to mark time, Lyd.Mag.2.16.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τροχός, μικρὸς τροχὸς ἢ κύκλος. κυκλίσκος, Ἀριστ. Μηχαν. ἐν τῷ προοιμ. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1. 2) σφαιρίδιον, σφαιρίδιον σάπωνος, καταπότιον, Γαλην. ΙΙ. 87Β. 3) ἐνώτιον, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 12). 4) σφαῖρα μεταλλίνη πίπτουσα εἰς δήλωσιν χρόνου, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν 2. 16.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα
νεοελλ.
δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια
αρχ.
1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι
2. καταπότιο
3. σκουλαρίκι
4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική πλάκα και μετρούσε την ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Russian (Dvoretsky)
τροχίσκος: ὁ колесико, кружок Arst.