δραστήριος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον,
A active, efficacious, μηχανή A.Th.1046; φάρμακον E.Ion1185; ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα Th.4.81; τὸ δραστήριον activity, energy, Id.2.63. Adv. δραστηρίως Ph.1.104, Jul.Ep.10, Hierocl. in CA26p.479M. 2 rarely in bad sense, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια = audacious deeds, E.Or.1554. 3 active, opp. passive, Plot.6.1.29; esp. in Gramm., of verbs, D.H.Th.24. Adv. δραστηρίως Syrian. in Metaph.82.31.
German (Pape)
[Seite 665] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, μηχανή Aesch. Spt. 1032; φάρμακον Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.
Greek (Liddell-Scott)
δραστήριος: -ον, ἐνεργητικός, ἀποτελεσματικός, μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· φάρμακον Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., δραστηριότης, ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. ῥῆμα, ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) δουλικός, ἔργον Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
actif en parl. de pers. ; ἀνὴρ δραστήριος ἐς τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l’activité ; en parl. de choses efficace, énergique.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. δρηστήριος Nonn.Par.Eu.Io.13.7
• Morfología: [fem. -α D.C.Epit.Xiph.78.15, Procl.in Prm.908, 918]
I 1eficaz, activo, drástico μηχανή A.Th.1041, φάρμακον E.Io 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.Hel.992, cf. Fr.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81
•fil. activo, eficiente δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas Emp. en S.E.M.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, δύναμις Procl.in Prm.908, 918.
2 en sent. neg. expeditivo, peligroso δόλια καὶ δραστήρια E.Io 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.Or.1554, γυνὴ ... δραστηρία καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.
3 gram., de la voz verbal activo δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.Th.24.5, An.Ox.3.272.15.
4 que produce, productor abs. Didym.Gen.165.11.
II subst.
1 τὸ δ. actividad τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ Lyr.Adesp. en PAnt.115a.20, cf. M.Ant.6.48
•τὸ δ. efectividad del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4.
2 ὁ δ. activista, agitador πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.
III adv. δραστηρίως activamente, con eficacia ὅταν ... δ. ἐνεργῇ de la alegría, Ph.1.104, δ. καὶ δημιουργικῶς Syrian.in Metaph.82.31, cf. Iul.Ep.10.403d, Hierocl.in CA 26.9.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM δραστήριος, -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)
1. ενεργητικός, ικανός για δράση
2. γόνιμος, αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός
2. δουλικός.
Greek Monotonic
δραστήριος: -ον (δράω),·
1. ενεργητικός, αποτελεσματικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ δρ., δραστηριότητα, ενεργητικότητα, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, αυθάδης, ξεδιάντροπος, θρασύς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δραστήριος:
1) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный (ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὶ δ. Plut.);
2) действительный, сильно действующий (μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.);
3) возбуждающий, поощряющий (ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.);
4) дерзкий, дерзновенный: τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια Eur. возмутительные и дерзкие поступки;
5) грам. активный, действительного залога (ῥήματα).
Middle Liddell
δραστήριος, ον adj adj δράω
1. vigorous, active, efficacious, Aesch., Eur.: τὸ δραστήριον activity, energy, Thuc.
2. in bad sense, audacious, Eur.
English (Woodhouse)
effective, efficacious, energetic, accomplish its object, potent efficacious