μεγαλοψυχία

From LSJ
Revision as of 16:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοψῡχία Medium diacritics: μεγαλοψυχία Low diacritics: μεγαλοψυχία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: megalopsychía Transliteration B: megalopsychia Transliteration C: megalopsychia Beta Code: megaloyuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5.    2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28.    3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.

Greek Monolingual

και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοψῡχία: ἡ,
1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοψῡχία:
1) душевное величие, возвышенный образ мыслей, благородство Arst.;
2) восторженность, пылкость Plat.;
3) величие, великолепие (τῶν πεπραγμένων Diod.);
4) великодушие, щедрость Polyb.;
5) высокомерие, надменность Dem.

Middle Liddell

μεγᾰλοψῡχία, ἡ,
1. greatness of soul, magnanimity, Arist.:—in bad sense, arrogance, Dem.
2. of things, magnificence, Dem. [from μεγᾰλόψῡχος]

English (Woodhouse)

magnanimity, elevation of mind, highmindedness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)