ἐντέμνω

From LSJ
Revision as of 14:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντέμνω Medium diacritics: ἐντέμνω Low diacritics: εντέμνω Capitals: ΕΝΤΕΜΝΩ
Transliteration A: entémnō Transliteration B: entemnō Transliteration C: entemno Beta Code: e)nte/mnw

English (LSJ)

Ion. ἐντάμνω,

   A cut in, engrave upon, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.8.22; of a map, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς . . περίοδος ἐνετέτμητο Id.5.49: cut or scoop a hollow in a thing, in Pass., ἐντετμέαται Hp Art.72; ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου Orib.46.25.4.    II cut up a victim, sacrifice, ἥρωϊ to a hero, Th.5.11, cf. Luc.Scyth.1; ἐ. σφάγιά τινι Plu.Sol.9:—Med., εἰ . . ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα should get it cut up, Ar.Lys.192:—Pass., ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14.    2 cut in, shred in, of herbs in a remedy, metaph., A.Ag.16.    3 cut, ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352, cf. Luc. Tim.22 (Pass.), Tox.37, Tox.37, Hist.Conscr.25.

German (Pape)

[Seite 855] (s. τέμνω, 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίθοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινθον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., τόμιον ἐντεμοίμεθα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, ἄκος ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντέμνω: Ἰων. -τάμνω, ἐγκολάπτω, ἐγχαράττω, ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Ἡρόδ. 8. 22· ἐπὶ γεωγραφικοῦ πίνακος, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς... περίοδος ἐνετέτμητο ὁ αὐτ. 5. 59· ἐγκόπτω, βαθύνω δι’ ἐργαλείου, ἐπὶ ξύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834. ΙΙ. τέμνω, κόπτω, 1) τέμνω, σφάζω, τὸ θῦμα, θυσιάζω, ἥρωι Θουκ. 5. 11· ἐντ. σφάγιά τινι Πλουτ. Σόλων 2: καὶ ἐν τῷ Μέσ., εἰ... ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 192, πρβλ. ἔντομος, τόμος. 2) ὕπνου τόδ’ ἀντίμολον ἐντέμνων ἄκος, ἀπὸ τῶν ῥιζοτομούντων, δηλ., μεταχειριζόμενοι τοῦτο τὸ ἀντίμολπον ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, πρβλ. ἀντιτέμνω, τέμνω, ΙΙ. 3. 3) κόπτω, ἐπειδὰν τὸ σημεῖον ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ λίνον ἐντμηθῇ Λουκ. Τίμων 22.

French (Bailly abrégé)

1 tailler dans, entailler ; γράμματα ἐν λίθοις HDT graver des lettres sur des pierres ; ἄκος ESCHL préparer litt. couper un remède;
2 couper en deux, couper;
3 courber la tête de la victime vers la terre et lui couper la gorge : ἐντ. τινί une victime en l’honneur de qqn.
Étymologie: ἐν, τέμνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἐντάμνω Hdt.8.22, Aret.CA 1.1.21

• Morfología: [v. pas. perf. ind. 3a plu. ἐντετμέαται Hp.Art.72]
I c. ac. de resultado
1 grabar, inscribir c. ἐν y dat. o εἰς y ac. ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.l.c., ἐνταμὼν γράμματα ἐς μὲν τὴν (στήλην) Ἀσσύρια Hdt.4.87, γυνή τις ἐς τὸν βραχίονα γράμματα ἄττα ἐντεμοῦσα D.C.55.31.2, εἰς βάθος ἐντέμνουσι ... τοὺς χαρακτῆρας Gr.Nyss.Pss.160.19, en v. pas. πίνακα ἐν τῷ γῆς ἁπάσης περίοδος ἐνετέτμητο Hdt.5.49, μέτρον ... ἐντετμημένον γραμμαῖς διαιρούσαις τὸ σύμπαν εἰς μέρη ιβ' Gal.13.616.
2 tallar, labrar en v. pas. ἀρκεῖ ... ἐντετμῆσθαι ὡς καπέτους μακρὰς πέντε ἢ ἕξ (en el tablero) basta que estén talladas unas cinco o seis hendiduras grandes para la fabricación del «banco hipocrático», Hp.Art.72, cf. l.c., προστιβάδας ... κατὰ τὴν πέτραν ἐντετμημένας D.S.17.85, ἐν δὲ τοῖς ἀξονίοις ἕλικες ἐντέμνονται en las barras se tallan unas roscas Hero Dioptr.4
fig., c. suj. de pers. estar entallado c. ac. de rel. ἄνδρες ... τῶν σφηκῶν τὰς γαστέρας μᾶλλον ἐντετμημένοι hombres más entallados de cintura que las avispas D.Chr.8.13.
II c. ac. de obj. externo
1 cortar, hacer una incisión o corte en, rajar τὸ δέρμα ἐντεμών Arist.HA 595b8, τὴν βάλανον Aen.Tact.18.5, τὸ στῆθος App.BC 2.117, τοὺς δακτύλους Luc.Tox.37, τὴν φλέβα D.C.62.26.4, τὸν ἄξονα τοῦ ἅρματος Philostr.Iun.Im.9.6, en v. pas. φλέβες ἐντεμνόμεναι Gal.15.789, cf. 11.305, en perf. ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου habiendo hecho un corte en el apósito Orib.46.25.4
fig. ἐ. κύματα cortar las olas, atravesar el mar ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352.
2 cirug. hacer una incisión, sajar τουτέων ἐντάμνειν τινά (τὸ ἰνίον ἠδὲ τὸν θώρηκα) Aret.1.8.4, cf. l.c.
bot. sangrar, hacer un entalle en para extraer savia u otros jugos τὴν σμύρναν ... ἐ. Thphr.HP 9.1.6, ἐκ πλαγίου δὲ τὰς κωδύας Dsc.4.64.7, τὸν φλοιόν Gal.11.892, en v. pas. ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλὸς ἐντέμνεται se sangran la raíz y el tallo Thphr.CP 6.11.15, cf. HP 9.1.7
fig. extraer o preparar ὕπνου τόδ' ἀντίμολπον ἐντέμνων ἄκος extrayendo este remedio que cura el sueño con el canto A.A.17.
3 en cont. relig. proceder al corte sacrificial, sacrificar en honor de c. dat. de héroes o dioses ἐ. σφάγια ... τοῖς ἥρωσιν Plu.Sol.9, Ἐνυαλίῳ σκύλακας ἐντέμνουσι Plu.2.290d, en v. pas. Πολυείδῳ μάντει ... ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14
en v. med. mismo sent. εἰ ... ἵππον ... ἐντεμώμεθα Ar.Lys.192
abs. hacer sacrificios, sacrificar ὡς ἥρῳ ἐντέμνουσι a Brásidas, Th.5.11, cf. Thasos 141.10 (IV a.C.), Luc.Scyth.1.
4 seccionar, partir, romper τὰς σφραγῖδας Charito 4.5.8, τὴν μήρινθον Luc.Herm.28, en v. pas. ἐπειδὰν δὲ τὸ σημεῖον ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ λίνον ἐντμηθῇ Luc.Tim.22.

Greek Monolingual

(AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω)
κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω
(«ἐντάμνων ἐν τοῑσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω
2. διασχίζω
3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια»)
4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως φάρμακο) κόβω κομμάτια.

Greek Monotonic

ἐντέμνω: Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ,
I. κόβω, χαράζω πάνω, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα, σε Ηρόδ.
II. τέμνω, κόβω,
1. σφάζω θύμα, θυσιάζω, σε Θουκ.
2. κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω, όπως τα βότανα σε φαρμακευτικό παρασκεύασμα, ἄκος ἐντ., σε Αισχύλ.
3. κόβω, τέμνω, διαιρώ στα δύο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντέμνω: ион. ἐντάμνω (fut. ἐντεμῶ; pf. pass. ἐντέτμημαι)
1) в(ы)резывать, высекать (γράμματα ἐν τοῖσι λίθοισι Her.);
2) перерезывать, разрезать (τὸ λίνον Luc.);
3) закалывать в жертву (σφάγιά τινι Plut.; med. ἵππον Arph.);
4) приносить жертву (ἥρωϊ Thuc.);
5) нарезать, измельчать, т. е. приготовлять (ἄκος ὕπνου Aesch.).

Middle Liddell

ionic -τάμνω fut. -τεμῶ
I. to cut in, engrave upon, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.
II. to cut up,
1. to cut up the victim, sacrifice, Thuc.
2. to cut in, shred in, as herbs in a medical mixture, ἄκος ἐντ. Aesch.
3. to cut in two, Luc.