συνέμπορος

From LSJ
Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέμπορος Medium diacritics: συνέμπορος Low diacritics: συνέμπορος Capitals: ΣΥΝΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: synémporos Transliteration B: synemporos Transliteration C: synemporos Beta Code: sune/mporos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A fellow-traveller, companion, A.Ch.208,713, S.Tr.318, Ph.542: c.gen.pers., οἱ ξ. σέθεν A.Supp.939; opp. ἡγεμών (a guide), Pl.Phd.108b: c. dat., ξυνεμπόρους ἐμοί E.Ba.57, cf.Hel.1538.    2 metaph., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξ. A.Ch.733: c.gen.rei, χορείας partner in . ., Ar.Ra.398 (lyr.); σ. ἀνέρι κέρδους partner with him for gain, AP9.415 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1014] mitschiffend, Reisegefährte, Begleiter; Aesch. Ch. 206. 702; auch übertr., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος, 722; Soph. Phil. 538 Tr. 317; Eur. Hel. 1554; ἃς ἐκ βαρβάρων ἐκόμισα ξυνεμπόρους ἐμοί, Bacch. 57; Ar. Ran. 396; οὔτε ξυνέμπορος οὔτε ἡγεμὼν ἐθέλει γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 108 b; bes. Mithandelsmann, Sp.; übertr. in der Anth. ναῦς, Antiphil. 42 (VII, 635); θυλὰς σκήπωνι, Ant. Sid. 82 (VII, 413); vgl. noch Antiphil. 1 (IX, 415.)

Greek (Liddell-Scott)

συνέμπορος: ὁ, ἡ, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, σύντροφος, θεράπωνἀκόλουθος, Αἰσχύλ. Χο. 208, 713, Σοφ. Τρ. 318. Φιλ. 542· μετὰ γεν. προσ., οἱ ξ. σέθεν Αἰσχύλ. Ἱκ. 939· ἀντίθετον τῷ ἡγεμὼν (ὁδηγός), Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετὰ δοτ., ξυνεμπόρους ἐμοὶ Εὐρ. Βάκχ. 57, πρβλ. Ἑλ. 1538. 2) μεταφορ., λύπη δ’ ἄμισθός ἐστί σοι ξ. Αἰσχύλ. Χο. 733· μετὰ γεν. πράγμ., συν. χορείας, μέτοχος, λαμβάνων μέρος εἰς..., Ἀριστοφ. Βάτρ. 396· σ. ἀνέρι κέρδους, μέτοχος τοῦ κέρδους, Ἀνθ. Π. 9. 415.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage, compagnon.
Étymologie: σύν, ἔμπορος.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ' ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.)
β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔμπορος «οδοιπόρος, ταξιδιώτης»].

Greek Monotonic

συνέμπορος: ὁ, ἡ, συνταξιδιώτης, συνοδός, σύντροφος, ακόλουθος, συνοδοιπόρος, σε Τραγ., Πλάτ.· μεταφ., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος, σε Αισχύλ.· με γεν. πράγμ., συνέμπορος χορείας, σύντροφος στο χορό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνέμπορος: ὁ и ἡ попутчик, тж. спутник, сотоварищ (σ. τινος и τινι Aesch., Eur.): σ. τινί τινος Anth. чей-л. сотоварищ в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έμπορος -ου, ὁ, Att. ook ξυνέμπορος mede-passagier, reisgenoot; met dat. van iem.. Eur. Ba. 57. overdr. van gevoelens metgezel, met dat. van iem..; λύπη δ ’ ἄμισθός ἐστί σοι συνέμπορος leed is jouw onbezoldigde metgezel Aeschl. Ch. 733; deelnemer met gen. in iets. Aristoph. Ran. 398.

Middle Liddell

συν-έμπορος, ὁ, ἡ,
a fellow-traveller, companion, attendant, Trag., Plat.:—metaph., λύπη δ' ἄμισθος ἐστί σοι ξ. Aesch.; c. gen. rei, ς. χορείας partner in the dance, Ar.

English (Woodhouse)

fellow traveller, fellow-traveller, travelling companion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)