πλαγκτός
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν A.Ag.593 : (πλάζω A) :—poet. Adj.
A wandering, roaming, of ships, Id.Pers.277 (lyr.) ; πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα E.Supp.961 (lyr.); π. ὕδωρ, of the Euripús, AP9.73 (Antiphil.) ; ἰός ib.6.75 (Paul. Sil.); πλαγκτὰν ὁδόν a devious route, Hymn.Is.149. b π. ἄστρὰ, = πλάνητες, Alex.Eph. ap. Theo Sm.p.140 H. 2 metaph., wandering in mind, erring, distraught, Od.21.363, A.Ag.593. II Πλαγκταὶ πέτραι rocks near Scylla and Charybdis, Od.12.59sqq., 23.327; later identified with the Συμπληγάδες or Κυάνεαι of the Bosporus, Hdt.4.85, Arr.Peripl.M.Eux.25, Eratosth. ap. Sch.E.Med.2, etc.; but also with the volcanic islands of Lipari, A.R.4.924, cf. Apollod.1.9.25.
German (Pape)
[Seite 623] in die Irre getrieben, irrend, umherschweifend, unstät; so Πλαγκταί, die Irrfelsen, Od. 12, 61, auch πλαγκταὶ πέτραι, 23, 327; vgl. Her. 4, 85; πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν, Aesch. Pers. 269; πλαγκτὰ νεφέλα, Eur. Suppl. 961. – Uebertr., geistesverwirrt, verrückt, Od. 21, 363. – S. auch πλάξ.
Greek (Liddell-Scott)
πλαγκτός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. δίπλαξ)· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς αὐτόθι 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει πλάξ. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, παραπλήξ, ἔμπληκτος, παράφρων, Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι εἶναι βράχοι πέραν (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι ἄνωθεν, (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον ὥστε καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, ὥστε πιθανῶς τὸ ὄνομα ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους).
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
I. errant, instable : πλαγκταὶ πέτραι ou αἱ Πλαγκταί OD les Roches errantes, écueils à l’entrée du détroit de Sicile;
II. fig. :
1 incertain, vacillant;
2 qui a l’esprit égaré, frappé de vertige.
Étymologie: adj. verb. de πλάζω.
English (Autenrieth)
(πλάζω): crazy, or, according to others, vagabond, Od. 21.363†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλαγκτός, -ή, -όν, ΝΑ, πλακτός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Α
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν
βιολ. βλ. πλαγκτόν
αρχ.
1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος
2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀΐσσω», Ευρ.)
3. μτφ. (για πρόσ.) παράφρων
4. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Πλαγκταί
(ενν. πέτραι) βράχοι που βρίσκονταν κοντά στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη και οι οποίοι συχνά συγχέονταν με τις Συμπληγάδες ή τις Κυάνεες πέτρες του Βοσπόρου ή ακόμη και με τις ηφαιστειώδεις νήσους Λιπάραι
5. φρ. α) «πλαγκτὸν ὕδωρ» — το παλιρροϊκό ρεύμα του Ευρίπου
β) «πλαγκτὴ ὁδὸς» — οδός που παρεκκλίνει από την ορθή, παραστράτι
γ) «πλαγκτὰ ἄστρα» — οι πλανήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + κατάλ. -τος τών ρημ. επιθ.].
Greek Monotonic
πλαγκτός: -ή, -όν και -ός, -όν (πλάζομαι),·
I. 1. περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μεταφ., πλανώμενος στο νου, παραπλανημένος, αλλόφρων, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. Πλαγκταὶ πέτραι είναι βράχοι πέρα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη που διέθεταν ένα τόσο στενό πέρασμα που και τα πτηνά μόλις και μετά βίας μπορούσαν να περάσουν, σε Ομήρ. Οδ.· οι μεταγεν. συγγραφείς μετέφεραν τον τόπο αυτό στις γνωστές Συμπληγάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πλαγκτός: и 2 [adj. verb. к πλάζω
1) блуждающий, странствующий (πέτραι Hom.; ἐν σπιλάδεσσιν Aesch.; νεφέλα Eur.);
2) помешанный, безумный Hom., Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαγκτός -ή -όν [πλάζω] ook f. -ός, ronddrijvend, dwalend:; πλαγκταῖς ἐν διπλάκεσσιν in drijvende mantels Aeschl. Pers. 277; πλαγκτά... νεφέλα een voortdrijvende wolk Eur. Suppl. 961; Πλαγκταὶ ( sc. Πέτραι ) Dwalende Rotsen Od. 12.61; overdr. verward van geest:. λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ ’ ἐφαινόμην door dergelijke woorden leek ik gestoord te zijn Aeschl. Ag. 593.
Middle Liddell
πλαγκτός, ή, όν [πλάζομαι]
I. wandering, roaming, Aesch., Eur.
2. metaph. wandering in mind, erring, distraught, Od., Aesch.
II. Πλαγκταὶ πέτραι are rocks beyond Scylla and Charybdis, affording so narrow a passage that even birds could scarcely get through, Od.; transferred by later writers to the Symplegades, Hdt., etc.