πύξος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ,
A box, Buxus sempervirens, Thphr.HP3.15.5, Arist.Mu. 401a3, Mir.831b23, etc. (Hom. only has Adj. πύξινος): prov., πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες 'carry coals to Newcastle', Eust.88.3. 2 boxwood, IG42(1).102.45 (Epid., iv. B.C.), Nic.Al.579, Th.516.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο χλόος, Al. 592.
Greek (Liddell-Scott)
πύξος: ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ δένδρον ἢ τὸ ξύλον αὐτοῦ, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ δένδρον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. πύξινος· τὸ δένδρον τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν μέγεθος ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον χρῶμα τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. πύξινος. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, ἐναντίον τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
buis arbrisseau.
Étymologie: DELG prob. emprunt, pê d’Asie Mineure.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Buxus sempervirens του γένους βούξος, τα οποία είναι θάμνοι και μικρά δέντρα με ξύλο σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για φύλαξη διαφόρων αντικειμένων
2. το ξύλο του φυτού αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργική
αρχ.
1. το ανοιχτόχρωμο χρώμα του ξύλου αυτού του φυτού
2. παροιμ. «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν κάτι γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. boys «φυτό» (< ΙΕ ρίζα bheu- «μεγαλώνω», πρβλ. λ. φύω). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα bheugh- «κάμπτω, λυγίζω». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pοkoso-ekee). Είναι αμφίβολο αν το λατ. buxus (απ' όπου τα: γαλλ. buis, γερμ. Buchse, αγγλ. box) είναι δάνειο από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια].
Greek Monotonic
πύξος: ἡ, είδος θάμνου (πύξος) ή το ξύλο του πύξου, Λατ. buxus.
Russian (Dvoretsky)
πύξος: ἡ бот. букс, самшит (Buxus sempervirens) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: box tree, box wood (Arist., hell.).
Dialectal forms: Myc. pukoso (cf. Scardigli Minos 6:2, 1f.)
Compounds: Few compp., e.g. παρά-πυξος inlaid with π. (Cratin.).
Derivatives: 1. πυξ-ίον n. writing-table (made of π.) (com.); 2. -ίς f. box (made of π.) (hell.); 3. -ίδιον n. dimin. of 1. a. 2. (Ar., pap.); 4. πύξ-ινος made of π., π.-colour (Ω 269, Att.); 5. -ίνεος id. (AP); 6. -ώδης π.-like', of the colour (Dsc.); 7. -(ε)ών, -(ε)ῶνος box tree grove (gramm.); 8. -ίζω 'to be π.-coloured' (medic.); 9. Πυξοῦς, -οῦντος m. river and town in Lucania, Lat. Buxen-tum (Krahe Beitr. zur Namenforsch. 2, 233 w. lit.); also 10. Πυξίτης m. river near Trapezus in Asia Minor (Arr. a.o.; Redard 175)?
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Italy
Etymology: Foreign word of unknown origin. After Scardigli Sprache 6, 220 ff. (with extensive treatment w. lit.) Anatolian, and like Arm. boys plant from IE *bheu- grow (s. φύω). Diff., even more improbable, Carnoy Ant. class. 24, 22 and REGr. 69, 284 (to IE *bheugh- bow). Earlier attempts at explanation from IE in Bq. From πύξος, -ίς, -ινον Lat. buxus (hardly independent loan), pyxis, pyxinum (s.W.-Hofmann s. vv. w. further lit.); from there the modern Eur. forms (Fr. buis, NHG Büchse, Engl. box etc.). -- Furnée157 stresses that the tree is at home in Italy, not in Asia Minor or Greece (Schrader-Nehrin RL s. Buxus).
Middle Liddell
πύξος, ἡ,
the box-tree or box-wood, Lat. buxus.
Frisk Etymology German
πύξος: {púksos}
Grammar: f.
Meaning: ‘Buchsbaum, -holz’ (Arist., hell.), myk. pu-ko-so (vgl. Scardigli Minos 6:2, 1f.).
Composita : Vereinzelte Kompp., z.B. παράπυξος ‘mit π. furniert’ (Kratin.).
Derivative: Davon 1. πυξίον n. ‘Schreibtafel (aus π.)’ (Kom.); 2. -ίς f. ‘Büchse (aus π.)’ (hell. u. sp.); 3. -ίδιον n. Demin. zu 1. u. 2. (Ar., Pap.); 4. πύξινος ‘von π., π.-farben’ (Ω 269, att.); 5. -ίνεος ib. (AP); 6. -ώδης ’π.-ähnlich’, von der Farbe (Dsk.); 7. -(ε)ών, -(ε)ῶνος Buchsbaumhain (Gramm.); 8. -ίζω ’π.-farben sein’ (Mediz.); 9. Πυξοῦς, -οῦντος m. Fluß und Stadt in Lukanien, lat. Buxen-tum (Krahe Beitr. zur Namenforsch. 2, 233 m. Lit.); auch 10. Πυξίτης m. Fluß unweit Trapezunt in Kleinasien (Arr. u.a.; Redard 175)?
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft. Nach Scardigli Sprache 6, 220 ff. (wo ausführliche Behandlung m. Lit.) kleinasiatisch, u. zw. wie arm. boys Pflanze aus idg. bheu- wachsen (s. φύω). Anders, noch unwahrscheinlicher, Carnoy Ant. class. 24, 22 und REGr. 69, 284 (zu idg. bheugh- biegen). Frühere Erklärungsversuche aus dem Idg. bei Bq. Aus πύξος, -ίς, -ινον lat. buxus (kaum unabhängige Entlehnung), pyxis, pyxinum (s.W.-Hofmann s. vv. m. weiterer Lit.); daraus die modernen eur. Formen (frz. buis, nhd. Büchse, engl. box usw.).
Page 2,626