ἀνακοπή
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ἡ, A resistance, check due to collision, Epicur.Ep.1p.7U. (pl.), Phld.D.1.14 (pl.), Plu.2.76f, cf. 1128c. II recoil of the waves, Id.Pyrrh.15, cf. J.BJ1.21.6; in a tidal river, Str.3.5.9. III back-water, Plu.Alex.44. IV clashing of vowels in hiatus, etc., D.H.Comp.22, cf. Dem.38.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, das Zurückstoßen, Hindern, D. Hal.; bes. von den Wellen, das Anschlagen u. Zurückprallen, Arist.; Plut. Pyrrh. 15; ausgetretenes, von Ueberschwemmungen zurückgebliebenes Wasser, Strab.; Plut. Alex. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοπή: ἡ, πρὸς τὰ ὀπίσω ὤθησις, ἀναστολή, ἐπίσχεσις, ἐμπόδιον, Λατ. retusio, Πλούτ. 2. 76F, κτλ. ΙΙ. ἡ ὀπισθοχώρησις τῶν κυμάτων, ὁ αὐτ. Πύρρ. 15. ΙΙΙ. τὸ μετὰ τὴν πλήμμυραν ὑπολειφθὲν ὕδωρ, τὸ λιμνάζον ὕδωρ, Στράβ. 174, Πλουτ. Ἀλέξ. 44.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. refoulement;
II. 1 action de reculer, particul. reflux de la mer;
2 eau qui séjourne après une inondation, eau stagnante.
Étymologie: ἀνακόπτω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1choquede los cuerpos en el vacío, Epicur.Ep.[2] 42.
2 reflujode la marea, Plu.2.1128c, Str.3.2.4, 3.5.9
•resacade las olas, Plu.Pyrrh.15
•rompeolas I.BI 1.412.
3 gram. choque, encuentro de vocales en hiato, etc., D.H.Comp.111.7, Dem.38.
II fig.
1 choque, lucha Phld.D.1.14.
2 represión del pecado por el terror, Clem.Al.Paed.1.11.97.
III 1remanso τῆς Μαιώτιδος λίμνης ἀνακοπὴν εἶναι Plu.Alex.44.
2 de tiempo interrupción Plu.2.76f.
Greek Monolingual
η (Α ἀνακοπή)
1. παρεμπόδιση, συγκράτηση, ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή
2. Ιατρ.. Καρδιοαναπνευστική ανακοπή απότομη παύση, από οποιαδήποτε αιτία, της καρδιακής ή της αναπνευστικής λειτουργίας ή και τών δύο μαζί, με αποτέλεσμα υποξία (ελάττωση του οξυγόνου) τών ιστών του σώματος.
αρχ.
1. (για κύματα) υποχώρηση, οπισθοχώρηση, τράβηγμα
2. τα νερά που απομένουν και λιμνάζουν μετά την πλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακόπτω.
Greek Monotonic
ἀνακοπή: ἡ, αναστολή, επίσχεση, εμπόδιο, οπισθοχώρηση κυμάτων και το νερό που εναπομένει μετά την παλίρροια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακοπή: ἡ
1) преграда, препятствие (ἀ. τραχεῖα Plut.);
2) задержка, прекращение (τῆς προθυμίας Plut.);
3) отлив (sc. τῆς θαλάσσης Plut.);
4) застаивающаяся (после разлива) вода, стоячий водоем (τῆς Μαιώτιδος λίμνης Plut.).
Middle Liddell
ἀνακόπτω
a beating back: the recoil of the waves, and the water left after flood-tide, Plut.