ἐκχύνω

From LSJ
Revision as of 17:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχύνω Medium diacritics: ἐκχύνω Low diacritics: εκχύνω Capitals: ΕΚΧΥΝΩ
Transliteration A: ekchýnō Transliteration B: ekchynō Transliteration C: ekchyno Beta Code: e)kxu/nw

English (LSJ)

   A v. ἐκχέω.

German (Pape)

[Seite 787] Sp., = ἐκχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἐκχέω, Λουκ. Ψευδολογ. 29.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκχέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ύννω Eu.Matt.23.35, 26.28, Act.Ap.22.20
verter, derramar en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero Spir.2.34 (p.310), πᾶν αἷμα ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς Eu.Matt.l.c., cf. 26.28, Act.Ap.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος A.Phil.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.in Ps.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν» Luc.Pseudol.29.

Greek Monolingual

και εκχέω (AM ἐκχέω)
1. χύνω προς τα έξω, χύνω
(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)
2. μέσ. εκχύνομαι
α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι
β) εκρέω, αναβλύζω
γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι
αρχ.
1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα
2. διασπείρω
3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι
4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω
5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω
6. σπαταλώ, καταναλώνω
7. καταστρέφω, ματαιώνω
8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω
9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά
10. ρίπτω, καταρρίπτω
11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι
12. (για όρκους) παραβαίνω
13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση
14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).

Russian (Dvoretsky)

ἐκχύνω: NT = ἐκχέω I.