ἆθλος
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ὁ, contr. from Ep. and Ion. ἄεθλος, which alone is used by Hom. (except in Od.8.160), and mostly by Hdt. and Pi.:— A contest either in war or sport, esp. contest for a prize, Hom.; νικᾶν τοιῷδ' ἐπ' ἀέθλῳ (for the arms of Achilles) Od. 11.548; ἄεθλος πρόκειται a task is set one, Hdt.1.126; ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄ. ὑποκείσεται Pi.O.1.84; ἄεθλον προτιθέναι to set it, Hdt.7.197; ἆθλοι Πυθικοί, Δελφικοί, S.El.49,682; toil, Pi.P.4.165; of the labours of Heracles, D.S.4.11, etc.: metaph., conflict, struggle, ordeal, Alc.33, A.Pr.702, 752, S.Ant.856. II = ἆθλον 1, Theoc.8.11sqq.—On the proper difference of ἆθλον and ἆθλος v. ἆθλον ΙΙ. (For ἄϝεθλος, ἄϝεθλον, as in IG5(2).75.)
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, = ἄεθλος, Kampf, Wettkampf, Hom. einmal, Od. 8, 160 οὐ γάρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω, ἄθλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται, vgl. Lehrs Aristarch. 151; – Πυθικοί, die pythischen Kampfspiele, Soph. El. 49; γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat. Legg. XII, 949 a; Dem. 60, 13. Daher Anstrengung, oft bei Trag., auch in Prosa, Ἡρακλέους, die Arbeiten des Herkules, Isocr. 5, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἆθλος: ὁ, συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἐπ. καὶ Ἰων. ἄεθλος, ὅπερ μόνον εὕρηται παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Θ. 160.), καὶ πρὸ πάντων παρὰ Ἡροδ. καὶ Πινδ. Ἀγὼν εἴτε ἐν πολέμῳ εἴτε ἐν παιδιᾷ, ἰδίως ἅμιλλα περὶ βραβείου, μόχθος, κόπος, ὡς τὸ πόνος, Λατ. labor, Ὅμ. νικᾶν τοιῷδ’ ἐπ’ ἀέθλῳ (περὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως), Ὀδ. λ. 548· ἄεθλος πρόκειται, ἀγὼν πρόκειται, Ἡρόδ. 1. 126· ἄεθλον προτιθέναι = ὁρίζειν, ὁ αὐτ. 7. 197· ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί, Σοφ. Ἠλ. 49. 682· συχν. παρὰ Πινδ. μεταφ. ἀγών, μάχη, πάλη, Τραγ. ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 702, 752, Σοφ. Ἀντ. 856. ― Περὶ τῆ κυρίας διακρίσεως μεταξὺ τοῦ ἆθλον καὶ τοῦ ἆθλος, ἴδε ἆθλον ΙΙ. (Ὁ ὀρθὸς τύπος τῆς λέξεως φαίνεται ὢν ἄFεθλος, ἄFεθλον ἐκ PFΕΘ μετὰ προθεματικοῦ α, πρβλ. Λατ. vas (vadis), Γοτθ. vadi (pignus), Παλ. Σκανδιν. vedja, (ἀγγλ. to wager διακινδυνεύω), Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. wetti, (Γερμ. wette).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lutte, combat, particul. épreuve dans les jeux, concours : ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί SOPH jeux de Delphes, jeux pythiques;
2 au sens moral lutte, combat.
Étymologie: cf. ἆθλον.
English (Autenrieth)
(1) prize-contest, distinguished from war, ἢ ἐν ἀέθλῳ | ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, Il. 16.590.—(2) combat (in war), Il. 3.126; then ‘toil,’ ‘hardship,’ esp. of the ‘labors’ of Heracles, imposed by Eurystheus (Εὐρυσθῆος ἄεθλοι, Il. 8.363).
see ἄεθλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón., ép., lír. ἄεθλ- pero ἆθλ- Od.8.160; ἄϝεθλ- Schwyzer 650 (Tegea VI a.C.), CEG 394 (Síbaris VI a.C.), JHS 46.1926.256 (Argos V a.C.)
I 1hazaña, proeza gener. concebida como esfuerzo penoso πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Il.3.126
•frec. de los trabajos de Odiseo y Heracles Ὀδυσσῆος Od.4.241, πολέας ἠμόγησεν ἀέθλους Od.4.170, cf. 1.18, Hes.Sc.94, Th.951, Pi.O.1.84, D.S.4.11, οἱ δώδεκα ἆ. Corn.ND 31, cf. Philostr.VA 6.10
•sufrimiento, dolor, fatiga ἄλλος γ' ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἄεθλος una serie de sufrimientos aún más duros le esperan Hes.Th.800, cf. A.Fr.619, Pr.752.
2 hazaña infausta, acción calamitosa πατρῷον δ' ἐκτίνεις τιν' ἆθλον S.Ant.856.
3 prueba de la puesta por Penélope a los pretendientes τόξου πειρήσασθε καὶ ἐκτελέωμεν ἄ. Od.21.135, cf. 180, 268
•esp. concurso, competición, juegos (atléticos, hípicos, musicales) πυγμαχίης Il.23.653, πόδεσσι, δουρί Il.23.640, ἆθλοι Πυθικοί S.El.49, Δελφικοί S.El.682, ἄεθλον προτιθέναι Hdt.7.197, ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ Il.16.590, cf. Hes.Sc.311
•pero tb. combate, lucha νικᾶν τοιῷδ' ἐπ' ἀέθλῳ (por las armas de Aquiles) Od.11.548.
II premio, Schwyzer l.c., JHS l.c., Theoc.8.11.
• Etimología: De ἄϝεθλος; cf. quizá ai. vāyati ‘estar cansado’.
Greek Monotonic
ἆθλος: ὁ, συνηρ. από το Επικ. και Ιων. ἄεθλος, αγώνας για βραβείο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἄεθλος πρόκειται, ανατίθεται σε κάποιον ένα έργο, κηρύσσεται αγώνας, σε Ηρόδ.· ἄεθλον προτιθέναι, ορίζεται αγώνας, στον ίδ.· μεταφ., σύγκρουση, διαμάχη, πάλη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἆθλος: эп.-ион. άεθλος ὁ
1) борьба, состязание (νικᾶν ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat.);
2) труд, задание, дело: ὁ προκείμενος ἄ. Her. заданная работа; ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. возложить на кого-л. какие-л. задачи; Ἡρακλέους ἆθλοι Isocr., Plut. подвиги Геракла;
3) мучение, страдание Aesch., Soph.
Middle Liddell
[contr. from epic and ionic ἄεθλος
a contest for a prize, Hom., etc.; ἄεθλος πρόκειται a task is set one, Hdt.; ἄεθλον προτιθέναι to set it, Hdt.;—metaph. a conflict, struggle, Aesch.
English (Woodhouse)
affliction, conflict, contest, distress, effort, labor, labour, sorrow, toil, trouble, athletic contest, gymnastic contest, labor effort, labour effort, public games, sufferings, time of stress, time of trial