Έλληνας

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην
θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς)
αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν
νεοελλ.
εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα
αρχ.-μσν.
1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς τους Ιουδαίους
2. οπαδός της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ειδωλολάτρης σε αντίθεση προς τους χριστιανούς
3. ως επίθ. ο ελληνικός («ὁ ἕλλην λόγος», «ἑλληνίς φωνή»)
αρχ.
οἱ Ἕλληνες
οι ελληνίζοντες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι λ. Έλληνες και Ελλάς είναι αβέβαιης ετυμολ., όπως εξάλλου οι περισσότερες ονομασίες χωρών και λαών. Η λ. Ελλάς είναι σχηματισμένη με επίθημα -ας (πρβλ. Τρωάς, Λευκάς κ.ά.), ενώ το επίθημα της λ. Έλληνες απαντά και σε άλλες ονομασίες λαών της Β. Ελλάδας (πρβλ. Αθαμάνες, Αινιάνες, Ακαρνάνες κ.ά.). Ο διαφορετικός τονισμός, ο οποίος εμφανίζεται εξάλλου και στη λ. Ίωνες, προήλθε πιθ. από το Παν-έλληνες (πρβλ. πάν-δεινος, παν-άγαθος κ.ά.). Παράλληλα προς το Έλληνες υπάρχει ο τ. Έλλοπες, που αναφέρεται στους κατοίκους της Ελλοπίας, περιοχή βορείως της Δωδώνης και της Εύβοιας. Από άλλους υποστηρίχτηκε ότι τα Ελλάς και Έλληνες προήλθαν από τη λ. Ελλοί
«Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς» (Ησύχ.). Ίσως όμως η λ. Ελλοί οφείλεται σε εσφαλμένη ανάγνωση (σ' Ελλοί) της λ. Σελλοί στην Ιλ. Π 234, οπότε δεν αποκλείεται τα Ελλάς και Έλληνες να προήλθαν από το Σελλοί, με απώλεια του -σ- στην Ελληνική. Τόσο το Ελλάς όσο και το Έλληνες φαίνεται δεν δήλωσαν από την αρχή ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Στα ομηρικά έπη Ελλάς είναι κυρίως η Θεσσαλική Φθία, δηλ. η χώρα που ανήκει στο κράτος του Πηλέως και κατοικείται από Μυρμιδόνες. Κατά τον γεωγράφο Στράβωνα, άλλοι μεν, όπως ο Θουκυδίδης, ταύτιζαν την Ελλάδα με τη Φθία, δηλ. το νότιο μέρος της Θεσσαλίας, ενώ άλλοι πίστευαν ότι πρόκειται για διαφορετική από τη Φθία χώρα. Κατά τον Αριστοτέλη, όμως, ο οποίος στηρίχθηκε σε σχετική παράδοση, πρώτη πατρίδα τών Ελλήνων, η αρχαία Ελλάς, ήταν η Δωδώνη και η κοιλάδα του Αχελώου. Αργότερα, πάντως, με τη λ. Ελλάς, που αρχικώς ήταν τοπικά περιορισμένη, δηλώθηκε η Στερεά Ελλάδα και έπειτα (5ος π.Χ. αιώνας) όλη η χώρα την οποία κατοικούσαν Έλληνες, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου και της μικρασιατικής Ελλάδας.
Όσον αφορά στην ονομασία Έλληνες, η λέξη απαντά άπαξ στον Όμηρο, για να δηλώσει τους κατοίκους της θεσσαλικής Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι ονομάζονται Δαναοί, Αχαιοί και Αργείοι. 'Απαξ, όμως, απαντά και η λ. Πανέλληνες, προφανώς για να δηλώσει το σύνολο τών Ελλήνων, όπως συμβαίνει και αργότερα στον Ησίοδο και στον Αρχίλοχο. Από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η λ. Έλληνες προσέλαβε ευρύτερη σημασία και σταθεροποιήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα, ενώ ήδη πριν από το 580 π.Χ. η λ. Έλληνες χρησιμοποιούνταν στο σύνθετο Ελλανοδίκης, η ονομασία τών κριτών τών Ολυμπιακών Αγώνων. Κατά τον Θουκυδίδη, η ονομασία Έλληνες επεκτάθηκε ευρύτερα, επειδή τον Έλληνα, ήρωα του ελληνικού γένους, και τους γιούς του τους καλούσαν συχνά σε άλλες πόλεις για βοήθεια, ενώ κατά τον Ηρόδοτο η επέκταση της ονομασίας οφείλεται στο ότι το ελληνικό έθνος, αρχικά αδύναμο, προσείλκυσε και αφομοίωσε πολλούς ομόφυλους και αλλόφυλους.
Σύμφωνα, τέλος, με την άποψη του Γεωργίου Χατζιδάκι, η μεγάλη εξάπλωση της ονομασίας οφείλεται και σε πολιτιστικά όσο και πολιτικά αίτια, στη συνείδηση της κοινής καταγωγής που δημιουργούσαν τα αρχαία ιερά (Δωδώνη, Δελφοί, Ολυμπία) ή οι αποικίες, δηλ. η συνείδηση της συγγένειας και της ταυτότητας που υπήρχε μεταξύ τών αποίκων από διάφορα μέρη της Ελλάδας σε σύγκριση προς τους κατοίκους τών χωρών στις οποίες εγκαθίσταντο. Στους αλεξανδρινούς χρόνους ονομάζονταν Έλληνες ή Ελληνίζοντες ή Ελληνιστές όλοι οι ομιλητές της Ελληνικής. Μετά την επικράτηση όμως του χριστιανισμού η λ. Έλλην πήρε τη σημασία ειδωλολάτρης, άπιστος, Εθνικός βλ. λ., γιατί δήλωνε κάθε μη Ιουδαίο ή μη χριστιανό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1204) από τους Φράγκους οι όροι Ελλάς και Έλληνες επαναχρησιμοποιήθηκαν με ευρύτερο εθνολογικό και πολιτιστικό περιεχόμενο, που επικράτησε στους μετέπειτα χρόνους].