εὔκοπος

From LSJ
Revision as of 09:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκοπος Medium diacritics: εὔκοπος Low diacritics: εύκοπος Capitals: ΕΥΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eúkopos Transliteration B: eukopos Transliteration C: eykopos Beta Code: eu)/kopos

English (LSJ)

ον, A easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., -ωτέρα σκευασία Dsc.1.39; -ώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. -πως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. -ώτερον Antip.Stoic.3.256.

German (Pape)

[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à travailler, facile.
Étymologie: εὖ, κόπος.

English (Thayer)

εὔκοπον (εὖ and κόπος), that can be done with easy labor; easy: Polybius, et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25.

Greek Monolingual

εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].

Greek Monotonic

εὔκοπος: -ον, αυτός που δεν απαιτεί μεγάλο κόπο, εύκολος, εὐκοπώτερόν (ἐστι), με απαρ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὔκοπος: удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν ἀδύνατον, τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).

Middle Liddell

εὔ-κοπος, ον
with easy labour, easy, εὐκοπώτερόν [ἐστι], c. inf., NTest.

Chinese

原文音譯:eÙkopèteroj, (eÜkopoj) 由-可坡帖羅士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:好-(更多)打擊
字義溯源:容易,容易些,比較容易,還較容易;由(εὖ / εὖγε)=好)與(κόπος)=勞累)組成; (εὖ / εὖγε)出自 (εὐρύχωρος)X*=善,而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。這字七次全是用‘比較級’:比較容易,還較容易,容易些。共有三個事例,都是主耶穌說的,或發問的:
1)主治愈癱子說,你的罪赦了。就問說,或說,你的罪赦了,或說,你起來行走,那一樣是比較容易( 太9:5; 可2:9; 路5:23)
2)駱駝穿過針的眼,比財主進神的國,是還較容易呢( 太19:24; 可10:25; 路18:25)
3)天地廢去,較比律法的一點一劃落空還容易( 路16:17)
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(3)
譯字彙編
1) 比較容易(3) 太9:5; 可2:9; 路5:23;
2) 還較容易呢(3) 太19:24; 可10:25; 路18:25;
3) 容易些(1) 路16:17