κοσμώ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
οῦς, ἡ, A priestess of Pallas, Lycurg.Fr.48, Ister 16.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμώ: -οῦς, ἡ, ἱέρεια τῆς Παλλάδος, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. τραπεζοφόρος.
Greek Monolingual
(I)
(ΑM κοσμῶ, -έω) κόσμος
1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ.
γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», Ευρ.)
2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», Ευρ.)
3. μτφ. προσδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία, τιμή ή δόξα (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την πατρίδα τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», Θουκ.)
μσν.
1. μέσ. κοσμοῦμαι, -έομαι
διακρίνομαι για κάτι, είμαι έξοχος, θαυμαστός
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσμημένος, -η, -ον
καταστόλιστος
μσν.-αρχ.
βάζω σε τάξη, διευθετώ, ευτρεπίζω, τακτοποιώ
αρχ.
1. παρατάσσω στρατό σε μάχη («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», Ομ. Ιλ.)
2. ετοιμάζω («τράπεζαν κοσμεῑ», Ξεν.)
3. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα», Διον. Αλ.)
4. (στην Κρήτη) είμαι κοσμήτορας, έχω την ανώτατη αρχή του τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῦ Ἀντάλκους», Πολ.)
5. τιμώ, απονέμω τιμή ευτρεπίζοντας κάτι («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», Σοφ.)
6. θάβω, ενταφιάζω
7. παθ. ανάγομαι, κατατάσσομαι σε κάτι («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», Ηρόδ.)
8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τά κοσμούμενα
οι διαταγές, τα διατάγματα
9. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεκοσμημένος, -η -ον
καλά διατεταγμένος, τακτικός, κόσμιος («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», Πλάτ.)
10. φρ. α) «τὸ κοσμηθὲν αἷμα» — το υγιούς συστάσεως αίμα, το υγιώς κυκλοφορούν (Γαλ.)
β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — συγκρατώ τον εαυτό μου
γ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — καλλωπίζω με πρόσθετες διακοσμήσεις (Θουκ.).
(II)
κοσμώ, -οῡς, ἡ (Α) κόσμος
ιέρεια της Παλλάδος.